Πέμπτη 1 Ιουνίου 2000

ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ: αντιδραστικό παραλήρημα του εκκλησιαστικού ιερατείου

Όχι στα σκοταδιστικά-εθνικιστικά-ρατσιστικά-φασιστικά κηρύγματα του Χριστόδουλου
- Ενάντια στο ηλεκτρονικό φακέλωμα (ΣΕΝΓΚΕΝ) -κατά της "αόρατης" ηλεκτρονικής αναγραφής οποιωνδήποτε στοιχείων στις νέες ταυτότητες -κατά της αναγραφής υποχρεωτικής ή προαιρετικής του θρησκεύματος στις ταυτότητες
- Για την υποχρεωτική καθιέρωση του πολιτικού γάμου, την καθιέρωση του πολιτικού όρκου, της πολιτικής κηδείας, κλπ.
- Για τον χωρισμό Εκκλησίας-Κράτους
α. Οι δηλώσεις – θέσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης και το αντιδραστικό μισαλλόδοξο παραλήρημα του Χριστόδουλου

Η πρώτη δήλωση του Υπουργού Δικαιοσύνης Μ . Σταθόπουλου στη συνέντευξή του στο «ΕΘΝΟΣ» (8.5.2000) στην οποία τάχθηκε υπέρ της επιλογής του όρκου αλλά και του πολιτικού όρκου ως «μόνο κοινό όρκο για όλους τους έλληνες» και των διαφόρων τύπων ταφής και εξέφρασε την άποψη ότι η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες είναι αντίθετη με τον νόμο περί «προσωπικών δεδομένων» (2472/97) τάραξε τα κατάμαυρα «λιμνάζοντα νερά» της καθυστερημένης αστικής κοινωνίας της χώρας μας με τους γνωστούς παρωχημένους, αναχρονιστικούς και αντιδραστικούς θεσμούς της – κατάλοιπα της φεουδαρχικής εποχής.
Σε ερώτηση για τον «πολιτικό όρκο» ο Υπουργός Δικαιοσύνης απάντησε, ότι «είναι μόνος κοινός όρκος για όλους τους έλληνες πολίτες» και ότι δεν θα απέκλειε «πολλούς τύπους όρκων (θρησκευτικό , πολιτικό)» («ΕΘΝΟΣ» 8.5.2000), ενώ για την καθιέρωση της πολιτικής κηδείας, απάντησε ότι  «το επιβάλει η ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης, έστω και για τους λίγους που τυχόν επιλέγουν τη μη θρησκευτική κηδεία». Για το ζήτημα της υποχρεωτικής καθιέρωσης του πολιτικού γάμου απέφυγε να μιλήσει με σαφήνεια, ενώ, τέλος, για το ζήτημα της «υποχρεωτικής αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες» δήλωσε ότι η αναγραφή είναι «αντίθετη προς το νόμο 2482/1997 για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων» («ΕΘΝΟΣ» 8.5.2000).
Οι προτάσεις Σταθόπουλου που έρχονται με καθυστέρηση πολλών δεκαετιών και για ζητήματα που ήδη είχε θέσει η γαλλική επανάσταση και έχουν λυθεί προ πολλού στις ευρωπαϊκές χώρες είναι φανερό πως εντάσσονται και στα πλαίσια έντονων τωρινών πιέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για «εκσυγχρονισμό»-κατάργηση -  για την καλύτερη εξυπηρέτηση του κεφαλαίου στην παρούσα φάση – των διάφορων ξεπερασμένων θεσμών (φεουδαρχικά κατάλοιπα) της ελληνικής καπιταλιστικής κοινωνίας, θεσμοί που σχετίζονται και αφορούν στην περίπτωσή μας τις σχέσεις κράτους – εκκλησίας και έχουν εξαλειφθεί στις χώρες κράτη – μέλη.
Αναφερόμενος ο εκπρόσωπος τύπου της κυβέρνησης Δ. Ρέππας στις παραπάνω δηλώσεις – προτάσεις, κι υποκύπτοντας προφανώς στις πιέσεις της ηγεσίας της εκκλησίας, άφησε ουσιαστικά ακάλυπτο τον Υπουργό Δικαιοσύνης Σταθόπουλο δηλώνοντας (8.5.2000) ότι «ο Υπουργός Δικαιοσύνης εκφράζει τις απόψεις του». Όμως λίγο αργότερα ακολουθούν δηλώσεις του Κ. Δαφέρμου, προέδρου της «αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων», ο οποίος, σ’ αντίθεση με την κυβέρνηση, συντάχθηκε – στήριξε πλέρια τις προτάσεις Σταθόπουλου.
Παρόλο που όσα ζητήματα έθιξε στη συνέντευξή του ο καθηγητής Μ. Σταθόπουλος, όπως της μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, του πολιτικού όρκου αλλά και άλλα που δεν ανέφερε με κορυφαίο εκείνο του  διαχωρισμού εκκλησίας – κράτους είναι πολύ γνωστά, χρονολογούνται αιώνες, τουλάχιστον από τη γαλλική επανάσταση, κι υπήρξαν αιτήματα της τότε επαναστατικής και σήμερα υπεραντιδραστικής αστικής τάξης, τα οποία σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν λυθεί εδώ και πολλές δεκαετίες και θα ανέμενε κανείς θετική αντίδραση και ανταπόκριση που έστω και με τόση και ολωσδιόλου αδικαιολόγητη καθυστέρηση τέθηκαν για «λύση», παρατηρήθηκε ακριβώς το αντίθετο. Το φαινόμενο αυτό εκφράζει αλλά και φέρνει στην επιφάνεια την υπαρκτή κραυγαλέα καθυστέρηση της σημερινής αστικής κοινωνίας, που συνίσταται στη διατήρηση και υπεράσπιση αναχρονιστικών θεσμών που συνδέονται και είναι κατάλοιπα της φεουδαρχίας, θεσμοί που δείχνουν το μέγεθος της καθυστέρησης μιας κοινωνίας παρακμασμένης και παπαδοκρατούμενης, σάπιας και ιστορικά ξεπερασμένης.
Έτσι οι δηλώσεις – προτάσεις Σταθόπουλου προκάλεσαν θύελλα αποδοκιμαστικών αντιδράσεων εκ μέρους του συνόλου της ντόπιας αντίδρασης, μαζί και της ηγεσίας της Εκκλησίας, η οποία δια στόματος του αντιδραστικού εθνικιστή Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου εκδήλωσε την πλήρη αντίθεσή της σ’ αυτές και επιπλέον, ακόμη χειρότερα, αναμείχτηκε με τον πιο ωμό και προκλητικό τρόπο σε ζητήματα που αφορούν αποκλειστικά και μόνον το αστικό κράτος – κυβέρνηση: «σ’ αυτόν τον τόπο, υπάρχει ένας παράγοντας, ο οποίος ούτε μπορεί ούτε πρέπει να αγνοείται. Αυτός είναι ο λαός»!!! Ο δε γνωστός υπερασπιστής της χούντας Καλλίνικος και πνευματικός πατέρας του Χριστόδουλου δηλώνει προκλητικά: «η Εκκλησία δε δεσμεύεται από νόμους που αντίκεινται στους ιερούς κανόνες. Αν ένας νόμος είναι αντίθετος σ’ αυτούς, τότε θα αποφασίσει η Εκκλησία τι θα κάνει»!!!
Ο Χριστόδουλος, μετά την αρχική έντονη αποδοκιμαστική αντίδρασή του πρότεινε να γίνει «δημοψήφισμα»(!!!), ενώ αργότερα τάχθηκε υπέρ της προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες και καλεί σε «ανένδοτο αγώνα» με τη μορφή του «θρησκευτικού ιερού πολέμου» για της «εκκλησιαστικής περιουσίας την πίστη την αγία»!!! Η πρόταση Χριστόδουλου για δημοψήφισμα κατά πρώτο σημαίνει ανοιχτή ωμή ανάμειξη της Εκκλησίας στα ζητήματα του αστικού κράτους – κυβέρνησης, δεύτερο, αμφισβητεί ευθέως τον κοινοβουλευτικό αστικό τρόπο διακυβέρνησης, υποκαθιστά την εκλεγμένη κυβέρνηση, βάλει κατά της αστικής δημοκρατίας και ουσιαστικά επιχειρεί την εγκαθίδρυση – επιβολή αντιδραστικού θεοκρατικού καθεστώτος και  τρίτο εκφράζει την έμμεση προσπάθεια μέσω ενός δημοψηφίσματος, να επιβληθεί – διατηρηθεί μια αντισυνταγματική διάταξη που έρχεται σε ρήξη με το ίδιο το αστικό Σύνταγμα της χώρας.
Σ’ αυτές τις αντιδραστικές πολιτικές και θεοκρατικού φασιστικού χαρακτήρα επιδιώξεις Χριστόδουλου που αμφισβητεί ευθέως και προκλητικά ακόμα και το αστικό Σύνταγμα πρέπει να αντιταχθεί το σύνολο των δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων της χώρας και απαιτείται να αποκρουστούν τα πολιτικά φασιστικά μισαλλόδοξα και σκοταδιστικά κηρύγματά του.
Σε ιδεολογικό επίπεδο προπαγανδίζει ένα κράμα θρησκευτικού σκοταδισμού – ανορθολογισμού – εθνικισμού – ρατσισμού – φασιστικών απόψεων – καλυπτόμενες κατάλληλα πίσω από έναν «αντιευρωπαϊσμό» (τακτική α λα Χάιντερ Αυστρίας), «αντιευρωπαϊσμός» τον οποίο οι διάφοροι εθνικιστές και η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία του «Κ»ΚΕ σερβίρουν ως «αντιιμπεριαλισμό»(!) ή όπως κάποιοι αστοί δημοσιογράφοι αρέσκονται να τον αποκαλούν (όχι τυχαία) «δεξιό εθνικιστικό αντιιμπεριαλισμό»(!) – που αποτελούν συνέχεια, αναβίωση και επαναπροβολή των γνωστών αντιδραστικών απόψεων του διαβόητου τρίπτυχου «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια» των «εθνικοφρόνων» - μοναρχοφασιστών των μεταπολεμικών δεκαετιών και του κακόφημου «Ελλάς – Ελλήνων – Χριστιανών» των φασιστών συνταγματαρχών της χουντικής επταετίας.
Αυτές τις μέρες ο Χριστόδουλος, εκμεταλλευόμενος το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού έχει επιδοθεί σ’ ένα πρωτοφανές και ξέφρενο σκοταδιστικό – εθνικιστικό – φασιστικό παραλήρημα με σημαία την αντιδραστική ιδέα της διαβόητης «ελληνοορθοδοξίας» - που υποκαθιστά το έθνος με τον ορθόδοξο σκοταδισμό και τις χειρότερες αντιδραστικές παραδόσεις του ιερατείου – προβάλλοντας την και κόρον απ’ όλα τα αντιδραστικά αστικά ΜΜΕ. Επαναλαμβάνει καθημερινά σ’ όλους τους τόνους το αντιδραστικό τροπάρι περί «αλησμόνητων πατρίδων» και ως άλλη Κασσάνδρα ξεσπά, άλλη μια φορά, σε προσποιητή «σπαραξικάρδια θρηνωδία» για τα «εθνικά θέματα» που τάχα τα έχουν «ξεπουλήσει όλα» δηλώνοντας προκλητικά και με περισσό θράσος: «είναι ντροπή για το έθνος να έχουμε διανοούμενους που τα έχουν ξεπουλήσει όλα»(!), ταυτίζοντας βέβαια πάντα το έθνος με τον σκοταδισμό και τις αντιδραστικές παραδόσεις της ηγεσίας της Εκκλησίας.
Ας υπενθυμίσουμε για όσους έχουν ξεχάσει ότι ο «Άγιος» Χριστόδουλος είχε και παλιότερα ξιφουλκήσει κατά της καθιέρωσης του πολιτικού γάμου, πολιτικολογούσε ασύστολα, μετά τις εκλογές του ’85, και συμπεριφερόταν σαν κομματάρχης φεουδαρχικού τύπου, επιτίθονταν κατά των πολιτικών και μιλούσε για «θύελλες και δεινά που έρχονται» για τον τόπο, και ήταν τόσο προκλητικός που υποχρέωσε τον τότε Δημοτικό Συμβούλιο του Βόλου να καταγγείλει με ψήφισμά του τα αντιδραστικά κηρύγματα και δημοσιεύματα του που θύμιζαν «ζοφερές καταστάσεις καθολικά καταδικασμένες από τον ελληνικό λαό» και συνδέονταν «με την γενικότερη προσπάθεια των νοσταλγών της ανωμαλίας να τορπιλίσουν την δημοκρατική ομαλότητα», τονίζοντας: «αφού, λοιπόν, ο ίδιος επιφύλαξε για τον εαυτό του το ρόλο του εκφραστή των δυνάμεων της ανωμαλίας, αντί τον ρόλο του θρησκευτικού ηγέτη, είναι πλέον ανεπιθύμητος για την πόλη μας».
Αξίζει να σημειωθούν δύο πράγματα σχετικά με το θέμα των ταυτοτήτων: το ένα είναι ότι το θρήσκευμα δεν αναγράφεται στις ταυτότητες καμιάς ευρωπαϊκής χώρας και δεύτερο ότι στη χώρα μας η αναγραφή του επιβλήθηκε από τις γερμανικές αρχές κατοχής το 1942 – κάτι που προκύπτει από τα φωτοαντίγραφα ταυτοτήτων που παρουσιάστηκαν στον τύπο και δείχνουν ότι στην προκατοχική περίοδο (26.2.1941) δεν αναγράφεται το θρήσκευμα ενώ αναγράφεται σε εκείνες που έχουν εκδοθεί τον Απρίλη και Δεκέμβρη του 1942 – για να χρησιμοποιηθεί απ’ τους καταχτητές για τις διώξεις – εξοντώσεις των εβραίων, κλπ και βέβαια μόνιμα από τον Γενάρη του 1945 (9.1.1945) με το νόμο 87/45 των Πλαστήρα – Σκόμπυ «περί υποχρεωτικού εφοδιασμού των δελτίων ταυτότητας» σαν καταπιεστικό μέτρο σε βάρος των επαναστατικών και προοδευτικών δυνάμεων του τόπου (το άρθρο 2 αυτού του νόμου θέσπισε την υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος). Άρα η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες είναι ουσιαστικά ναζιφασιστικό κατάλοιπο.
 
β. Οι αντιδράσεις των κομμάτων στις δηλώσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης

Η κυβέρνηση απ’ την πλευρά της μετά τις πρώτες αντιδράσεις των αντιδραστικών σκοταδιστών ρασοφόρων Χριστόδουλου και λοιπών – υπερασπιστών της αντιδραστικής ιδεολογίας της διαβόητης «ελληνορθόδοξης ταυτότητας» - αφήνει αρχικά τον Υπουργό Δικαιοσύνης ακάλυπτο, αναδιπλώνεται και υπαναχωρεί, υποσχόμενη αναβολή της εφαρμογής της απόφασης της «αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων» ενώ βουλευτές του κυβερνόντος Παπαθεμελής – Βενιζέλος τάσσονται ανοιχτά στο πλευρό του Χριστόδουλου, ηγέτη της εκκλησιαστικής αντίδρασης και λίγο αργότερα συντάσσεται μ’ αυτούς ο Π. Κρητικός που σε ερώτηση των δημοσιογράφων τάχθηκε υπέρ της προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος (ας θυμίσουμε ότι ο Π. Κρητικός όταν καθιερώθηκε ο πολιτικός γάμος, αυτός έκανε θρησκευτικό γάμο στην Αγία Τριάδα του Πειραιά, «ΝΕΑ» 29.12.83).
Τελικά ο πρωθυπουργός μετά την αρχική αναδίπλωση της κυβέρνησης δήλωσε στη Βουλή (24.5.2000), ανάμεσα στ’ άλλα, για το θέμα των ταυτοτήτων: «το δελτίο ταυτότητος είναι δημόσιο έγγραφο που ως αποκλειστικό σκοπό έχει την διευκόλυνση της επικοινωνίας του πολίτη με το κράτος … Ο πολίτης πρέπει να είναι ελεύθερος να πιστεύει και δεν επιτρέπεται να δίνει λόγο για το αν και τι πιστεύει. Γι’ αυτό και δε μπορεί σε καμιά περίπτωση η αναγραφή του θρησκεύματος να εξαρτάται από την συγκατάθεσή του. Η αναγραφή του θρησκεύματος δεν επιτρέπεται, με άλλα λόγια, να είναι υποχρεωτική ούτε προαιρετική» («ΝΕΑ» 25.5.2000).
Στο θέμα των ταυτοτήτων και το ρόλο κράτους – εκκλησίας αναφέρθηκε και ο πρόεδρος της Βουλής Α. Κακλαμάνης που δήλωσε: «κακώς γίνεται όλος αυτός ο θόρυβος για τις ταυτότητες. Πρέπει να εφαρμόζονται οι νόμοι. Ότι αφορά την Εκκλησία να ρυθμίζουν οι ιεροί κανόνες της και ότι αφορά τους πολίτες η Πολιτεία».
Απ’ την πλευρά του ο ακαδημαϊκός και συνταγματολόγος Αρ. Μάνεσης δήλωσε ότι: «έφτασε η ώρα η εκκλησία να εκσυγχρονιστεί και το κράτος να εκκοσμικευτεί» και θεωρεί αντισυνταγματική τόσο την υποχρεωτική όσο και την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες («ΒΗΜΑ» 21.5.2000). Επίσης το τμήμα της νομικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης θεωρεί ομόφωνα αντισυνταγματική τόσο την υποχρεωτική όσο και την προαιρετική αναγραφή. Σε επιστολή του ανάμεσα στ’ άλλα αναφέρει: «η πίστη οιουδήποτε δεν πρέπει να αποτελεί στοιχείο του δελτίου ταυτότητος για να μην γίνει αυτό έγγραφο καταγραφής διακρίσεων. Η καταγραφή του θρησκεύματος έρχεται σε αντίθεση και με τις θεμελιώδεις αιτίες ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού». «Το Δελτίο Αστυνομικής Ταυτότητας είναι ένα δημόσιο έγγραφο, με βάση του οποίου η πολιτεία αναγνωρίζει τους πολίτες της. Περιέχει τα στοιχεία εκείνα που είναι απαραίτητα για την εξατομίκευση και αναγνώρισή τους. Στοιχεία που συνδέονται με τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή άλλες πεποιθήσεις του δεν αποτελούν στοιχείο του Δελτίου Ταυτότητας».
Ας περάσουμε τώρα στις αντιδράσεις των άλλων κομμάτων. Απ’ τα μικρότερα κόμματα το ΔΗΚΚΙ, αποφεύγοντας να πάρει θέση – στην πραγματικότητα συμπαρατάσσεται με τον Χριστόδουλο – χαρακτηρίζει τις συζητήσεις για την αναγραφή του θρησκεύματος ως «ανούσιες και επικίνδυνες συζητήσεις». Επίσης ο Σαμαράς τάχθηκε κατά της απάλειψης του θρησκεύματος απ’ τις ταυτότητες, ο δε Δ. Αβραμόπουλος δήλωσε ότι «ήμουν υπέρ του προαιρετικού της δηλώσεως του θρησκεύματος».
Ο Συνασπισμός απ’ την πλευρά του επικρότησε τις θέσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης και άσκησε κριτική στις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου: «η σπουδή του κυβερνητικού εκπροσώπου να τις χαρακτηρίσει «προσωπικές», μετά τις έντονες αντιδράσεις της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, δείχνει ότι η κυβερνητική πλειοψηφία παρά τις πληθωρικές αναφορές περί «εκσυγχρονιστικών τομών», επιλέγει την πολιτική της ατολμίας και της διαιώνισης αναχρονιστικών ρυθμίσεων» («ΑΥΓΗ» 9.5.2000).
Έντονα καταδικαστικές των δηλώσεων – θέσεων του Σταθόπουλου ήταν οι αντιδράσεις απ’ τους ναζιφασίστες της «Χρυσής Αυγής» και λοιπούς ως το μοναρχοφασιστικό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας που τάσσεται ανοιχτά στο πλευρό του Χριστόδουλου.
Η ΝΔ δια στόματος Καραμανλή πήρε ανεπιφύλακτα το μέρος της Εκκλησίας και υπερασπίζεται τις θέσεις της μετά την συνάντηση Καραμανλή – Χριστόδουλου, δηλαδή τάχθηκε υπέρ της προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες δηλώνοντας: «κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει, όπως και κανείς δε μπορεί να εμποδίσει τον οποιονδήποτε πολίτη από το να επιλέξει την καταχώρηση του θρησκεύματός του στο δελτίο της ταυτότητάς του… Είναι αδιανόητο για την δική μας αντίληψη να γίνονται μεθοδεύσεις σαν αυτές που ακολουθήθηκαν τελευταία. Μεθοδεύσεις που προκαλούν το διχασμό της ελληνικής κοινωνίας και πλήττουν τελικά το κύρος της Εκκλησίας και των λειτουργών της». Επίσης ο επίτιμος πρόεδρος Κ. Μητσοτάκης δήλωσε: «η απόφαση που ανήγγειλε ο Κ. Σημίτης είναι βαρύ λάθος, του οποίου τις συνέπειες θα δούμε όλοι μας σύντομα. Και το χειρότερο απ’ όλα, η αλλοπρόσαλλη πολιτική του κ. Σημίτη. Με την πολιτική που ακολούθησε, αγνόησε, αλλά το χειρότερο προσέβαλε την ελληνική ορθόδοξη Εκκλησία αρνούμενος να κάνει ένα στοιχειώδη διάλογο μαζί της».  Τέλος ένας άλλος βουλευτής της, απ’ τους πολλούς που έκαναν δηλώσεις, ο Π. Ψωμιάδης δήλωσε: «μ’ αυτή την κίνηση του πρωθυπουργού έπεσαν οι μάσκες. Η ορθόδοξη Εκκλησία γίνεται έρμαιο κάποιων ολίγων σκοταδιστών και μηδενιστών και δεν μπορεί κάποιοι αόρατοι αφεντάδες να μας θέλουν πνευματικά υπόδουλους, ελεγχόμενους και κατευθυνόμενους… είναι δικαίωμα του κάθε ελεύθερου ανθρώπου να ομολογεί το θρήσκευμά του».
Τα παραπάνω όμως παραδόξως οδήγησαν τον Τίτο Βανδή – πελαγωμένος απ’ τις οπορτουνιστικές δεξιές εθνικιστικό – νεορθόδοξες απόψεις της χρουστσοφικής ηγεσίας του κόμματός του – να καταληφθεί από αδικαιολόγητη και μεγάλη στενοχώρια που η «ΝΔ δεν σκάει μύτη από κάποια άλλη είσοδο ή κάποια άλλη έξοδο γιατί αποφάσισε να είναι για πάντα δεύτερη. Στην ουρά» («Ρ» 23.5.2000).
Η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία του «Κ»ΚΕ αποφεύγοντας να τοποθετηθεί ξεκάθαρα, κατηγορηματικά και με την απαιτούμενη σαφήνεια κατά της αναγραφής (υποχρεωτικής – προαιρετικής) του θρησκεύματος στις ταυτότητες και προβάλλοντας επανειλημμένα ως «επιχειρήματα» την «τεχνητή διαίρεση των ανθρώπων σε θρησκευόμενους και μη» («Ρ» 27.5.2000) ότι «το ζήτημα της μη αναγραφής του θρησκεύματος στην ταυτότητα … στοχεύει στον αποπροσανατολισμό του λαού απ’ τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει» («Ρ» 17.5.2000) και ότι «η συζήτηση περί ταυτοτήτων καλύπτει το ηλεκτρονικό φακέλωμα»  και «δράση κατά της ΣΕΝΓΚΕΝ τώρα!» («Ρ» 18.5.2000) κλπ, συμπαρατάσσεται με την αντιδραστική ηγεσία της Εκκλησίας με επικεφαλής το Χριστόδουλο.
Το ότι η ηγεσία του «Κ»ΚΕ συμπαρατάσσεται με τον εθνικιστή Χριστόδουλο και υποστηρίζει τις αντιδραστικές του θέσεις φαίνεται καθαρά και από το άρθρο της λευκοντυμένης τουρκοφάγας εθνικίστριας και «φανταχτερής δημοσιογραφίνας που πολλά χρόνια υπηρέτησε με φλογερό πάθος τη Δεξιά και την αντίδραση» (Βάσος Γεωργίου) και την υπηρετεί και τώρα μέσα απ’ το χώρο πλέον του «Κ»ΚΕ της Λ. Κανέλλη, που κατά την ορκωμοσία της νέας Βουλής έψελνε τα διάφορα τροπάρια μαζί με το ίνδαλμά της τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, στο «Ρ» (28.5.2000) με τον χαρακτηριστικό τίτλο «η Σένγκεν μα την πίστη μου!...»  κάτω απ’ τη γνωστή εθνικιστική της στήλη «Πατριδογνωμόνιο» στο οποίο, πέρα από ότι ορκίζεται στον παπαδίστικο σκοταδισμό, δεν παραλείπει να ασχοληθεί και με το «πουλάκι των παιδιών» γνωστών της, μιλάει για την ΣΕΝΓΚΕΝ και για πολλά άλλα (αλλά από ποια σκοπιά; Προφανώς την εθνικιστική νεορθόδοξη α λα Χριστόδουλο σκοπιά) και αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι είναι υπέρ της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Το ίδιο και ο άλλος τηλεοπτικός σταρ της Παπαρήγα ρασοφόρος Κ. Ζουράρις στις διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές τάσσεται αναφανδόν υπέρ των αντιδραστικών ιδεολογικών – πολιτικών απόψεων του Χριστόδουλου ( τον οποίο «καμαρώνει και αγαπά»(!) «Ελευθ.» 16.2.2000) αλλά και σε πρόσφατο άρθρο του ισχυρίζεται ότι «η διοικούσα Εκκλησία μας, εκφράζει, αδέξια μεν, αυθεντικώς δε, το Γένος»  και ότι «σήμερα οι μιας χρήσεως Δαφερμο-Σταθόπουλοι χτυπούν το πνευματικόν μας Αυτεξούσιον, γιατί ξέρουν ότι η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία ανήκει στον όλον Λόγον του αντάρτικου λαού μας» («Ελευθ.» 24.5.2000).
Έτσι λοιπόν, οι «εν Χριστώ θεοσεβούμενοι σύντροφοι» της Παπαρήγα, το αντιδραστικό δίδυμο των Κανέλλη – Ζουράρι κάτι πέτυχε: μετέφερε τον εθνικιστικό – ορθόδοξο σκοταδισμό στο χρουστσοφικό «Κ»ΚΕ, πράγμα που είχαμε ήδη από τις ευρωεκλογές επισημάνει, και σήμερα συμπαρατάσσεται με την αντιδραστική ηγεσία της εκκλησίας στα παραπάνω ζητήματα.
Πέρα απ’ τις δικές μας διαπιστώσεις για τη συγχώνευση του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού με τον εθνικισμό – «νέο»ορθοδοξία, άλλοι που γνωρίζουν καλά και απ’ τα μέσα τις σχέσεις Εκκλησίας – «Κ»ΚΕ, όπως ο στενότατος συνεργάτης του Χριστόδουλου Μητροπολίτης Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού Δανιήλ Πουρτσουκλής σε πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Εντός της Καισαριανής και του Βύρωνα» βεβαιώνει δηλώνοντας:  «ύστερα απ’ τις τελευταίες εκλογές πιστεύω ότι το ΚΚΕ και η Εκκλησία έχουν συμβιβαστεί σε μια κοινή πορεία», δηλαδή στην αντιδραστική πορεία του  εθνικιστικού - -«νέο»ορθόδοξου σκοταδισμού. Αλλά και το σύνολο του αστικού τύπου* διαπιστώνει ότι οι θέσεις του «Κ»ΚΕ που διατύπωσε η Παπαρήγα συγκλίνουν σε πολλά σημεία με τις «θέσεις που ανέπτυξε χθες ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος» («Ελευθ.» 27.5.2000) ενώ στο ίδιο φύλλο σ’ άλλη σελίδα της Ελευθεροτυπίας σχολιάζεται με κάποια έκπληξη: «όλα τα περιμέναμε πλέον, αλλά το κομμουνιστικό κόμμα να ταυτίζεται με τις θέσεις του Χριστόδουλου στο θέμα των ταυτοτήτων;».

γ. Οι θέσεις των κομμουνιστών: πάλη κατά του ηλεκτρονικού φακελώματος της ΣΕΝΓΚΕΝ – κατά της «αόρατης» ηλεκτρονικής αναγραφής οποιονδήποτε στοιχείων στις νέες ταυτότητες – για υποχρεωτική καθιέρωση του πολιτικού γάμου, για καθιέρωση του πολιτικού όρκου και της πολιτικής κηδείας κλπ – για διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους

Όπως είδαμε όλα τα αντιδραστικά μοναρχοφασιστικά κόμματα ΝΔ κλπ απ’ τη μια τασσόμενα υπέρ της διατήρησης του θρησκεύματος στις ταυτότητες, συντάσσονται έτσι με την αντιδραστική ηγεσία της Εκκλησίας με επικεφαλής τον Χριστόδουλο και απ’ την άλλη δεν θέτουν καθόλου το ζήτημα του ηλεκτρονικού φακελώματος, αντίθετα το υποστηρίζουν.
Η μεγαλοαστική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με την απάλειψη του θρησκεύματος προσπαθεί να καλλιεργήσει την απατηλή εντύπωση ότι δεν υπάρχει πρόβλημα ηλεκτρονικού φακελώματος με τις νέες ταυτότητες στα πλαίσια της συνθήκης «ΣΕΝΓΚΕΝ», την οποία η ίδια επικύρωσε, με στόχο να αποσπάσει την προσοχή του λαού από την αναγκαιότητα της πάλης κατά του φακελώματος.
Όσον αφορά τα ρεβιζιονιστικά κόμματα, ο Συνασπισμός που τάσσεται υπέρ της απάλειψης του θρησκεύματος απ’ τις ταυτότητες, δεν κάνει καθόλου λόγο ούτε καλεί σε πάλη κατά του ηλεκτρονικού φακελώματος (σε επίπεδο της ιμπεριαλιστικής ΕΕ στη βάση της συνθήκης «ΣΕΝΓΚΕΝ»), καλλιεργώντας και αυτός την απατηλή εντύπωση πως η απάλειψη του θρησκεύματος από μόνη της διασφαλίζει και από το ηλεκτρονικό φακέλωμα.
Η χρουστσοφική ηγεσία του «Κ»ΚΕ, αρνούμενη να ταχθεί με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο υπέρ της απάλειψης του θρησκεύματος απ’ τις ταυτότητες και προβάλλοντας μόνο την πάλη κατά της ΣΕΝΓΚΕΝ – απλά χρησιμοποιεί την ΣΕΝΓΚΕΝ ως προπέτασμα καπνού για να αφήσει στο απυρόβλητο την εκκλησιαστική εθνικιστική – «νέο»ορθόδοξη αντίδραση – συμπαρατάσσεται έτσι με τον πιο προκλητικό τρόπο με την αντιδραστική ηγεσία της Εκκλησίας στην προσπάθειά της για διατήρηση του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Την «πάλη» κατά της ΣΕΝΓΚΕΝ και της ΕΕ, δηλαδή τον «αντιευρωπαϊσμό» - που δεν έχει καμιά σχέση με τον αντιιμπεριαλισμό των αντιφασιστών – αντιεθνικιστών – αντιιμπεριαλιστών – κομμουνιστών αλλά είναι ένας  αντιδραστικός «αντιευρωπαϊσμός» α λα Χάιντερ Αυστρίας – χρησιμοποιεί και ένα μέρος της εκκλησιαστικής αντίδρασης ως προπέτασμα καπνού για να διατηρήσει τους αναχρονιστικούς και αντιδραστικούς θεσμούς, μεταξύ των οποίων τη διατήρηση του θρησκεύματος στις ταυτότητες, τις δύο μορφές γάμου (θρησκευτικό – πολιτικό), τη θρησκευτική κηδεία, το θρησκευτικό όρκο και τέλος τη διατήρηση της σύμφυσης εκκλησίας – κράτους, εμφανίζοντας μάλιστα τον εαυτό της ως δύναμης «αντιιμπεριαλιστικής» (Χριστόδουλος «αντιιμπεριαλιστικός ταγός»!) που «αγωνίζεται» κατά του ηλεκτρονικού φακελώματος.
Η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία του «Κ»ΚΕ προβάλει τον αντιδραστικό «αντιευρωπαϊσμό» της Εκκλησίας και των εθνικιστικών – «νέο»ορθόδοξων ρατσιστικών κύκλων ως «αντιιμπεριαλισμό» (κάποιοι μιλούν για «δεξιό και χριστιανο – ορθόδοξο αντιιμπεριαλισμό»), μη διστάζοντας ακόμα όπως η Παπαρήγα να φτάσει στο σημείο να διαφημίζει το αντιδραστικό μοναρχοφασιστικό κόμμα της ΝΔ ως «αντιιμπεριαλιστική» δύναμη που πήρε θέση στον «περίπτωση του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία» («Ρ» 13.5.2000). Και στην περίπτωση των φακέλων επιβεβαιώνεται εκ νέου η ορθή διαπίστωση της Οργάνωσής μας για εθνικιστικο – νεορθόδοξη στροφή της ηγεσίας του «Κ»ΚΕ, δηλαδή συγχώνευση του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού με το αντιδραστικό εθνικιστικό νέο«ορθόδοξο» ρεύμα.
Σ’ αντίθεση με άλλες δεξιές οπορτουνιστικές θέσεις των ρεβιζιονιστικών κομμάτων, η θέση των κομμουνιστών δεν μπορεί παρά να είναι: πάλη τόσο κατά του ηλεκτρονικού φακελώματος (ΣΕΝΓΚΕΝ) και της «αόρατης ηλεκτρονικής αναγραφής οποιωνδήποτε στοιχείων στις νέες ταυτότητες όσο και κατά της διατήρησης του θρησκεύματος στις ταυτότητες, πάλη για την απάλειψή του.
Τα αιτήματα της υποχρεωτικής καθιέρωσης του πολιτικού γάμου, της καθιέρωσης πολιτικού όρκου, και της  πολιτικής κηδείας κλπ καθώς και ο χωρισμός κράτους –εκκλησίας ήταν τα γνωστά αστικά αιτήματα της πάλαι ποτέ επαναστατικής και σήμερα υπεραντιδραστικής αστικής τάξης και στη συνέχεια έγιναν αιτήματα του Λαϊκού Δημοκρατικού Επαναστατικού Κινήματος και οι κομμουνιστές πρέπει να συνεχίσουν τη πάλη για την ικανοποίησή τους στη χώρα μας και όχι να σέρνονται πίσω απ’ την αντιδραστική ηγεσία της Εκκλησίας – να συμμαχούν μαζί της και να τη στηρίζουν – που θέλει να διατηρήσει να προνόμιά της, όπως κάνει η προδοτική σοσιαλδημοκρατική ηγεσία του «Κ»ΚΕ. Οι κομμουνιστές δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να στηρίξουν την εκκλησιαστική αντίδραση ούτε την ιμπεριαλιστική Ευρωπαϊκή Ένωση: ο αγώνας τους στρέφεται και στους δυο.
Ο δημοκρατικός λαός της χώρας μας, θρησκευόμενοι (όλων των αποχρώσεων) και μη, ας γνωρίζει ότι πίσω απ’ την προσποιητή «σπαραξικάρδια θρηνωδία» και τις υστερικές θεοκρατικές φασιστικές και μισαλλόδοξες κραυγές του «Άγιου» Χριστόδουλου, πίσω απ’ τους «θρήνους και οδυρμούς» του αντιδραστικού Ιερατείου κρύβονται τα οικονομικά συμφέροντα της κάστας της Εκκλησίας που θέλει να διατηρήσει τα προνόμιά της, ανάμεσα στ’ άλλα την τεράστια εκκλησιαστική περιουσία, μα και τα προερχόμενα απ’ την Ευρωπαϊκή Ένωση 126 δισεκατομμύρια.

* «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» (20.5.2000): Το επαναλαμβανόμενο επιχείρημα ότι «το θέμα των ταυτοτήτων μας αποπροσανατολίζει απ’ τα πραγματικά προβλήματα του τόπου», όπως λέει ο κ Σπηλιοτόπουλος, ανήκει επίσης στη κλασική συνταγή του λαϊκισμού. Στην ίδια συχνότητα κινούνται και οι υπόλοιποι συνοδοιπόροι του κ. Χριστόδουλου. «περιττή και άκαιρη» θεωρεί την ανακίνηση του ζητήματος ο Κ. Μητσοτάκης, όπως ακριβώς ο Στ. Παπαθεμελής, ο Β. Βενιζέλος, ο Α. Λοβέρδος, όλοι οι Μητροπολίτες (πλην του Ιωαννίνων) και πλήθος παραγόντων, από την Βάννα Μπάρμπα ως τον Λάκη Λαζόπουλο. Αλλά και ο «ριζοσπάστης», αναζητώντας μάλλον την ευκαιρία για ένα ευρύ «αντιεκσυγχρονιστικό μέτωπο», δεν διστάζει να σημειώσει ότι με τις «ευρωπαϊκές ταυτότητες γίνεται μια σαφής προσπάθεια να χωριστεί ο λαός με βάση τις θρησκευτικές ή μη αντιλήψεις του, με πρωτοφανή στόχο τον αποπροσανατολισμό του από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει» («Ρ» 18.5.2000).

Εφημερίδα Ανασύνταξη, 15-31/5/2000
Διαβάστε Περισσότερα »