Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2004

"Η Μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου"


Στα 29 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου μας ποιητή Κώστα Βάρναλη
"Η Μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου"


 Η αξιοθαύμαστη αυτή σατιρική μπαλάντα (πολύστιχη ποιητική αφήγηση) είναι ένα από τα ανθρωπινότερα, τα λαϊκότερα και τα επαναστατικότερα ποιητικά έργα του μεγάλου μας ποιητή. Δεσπόζει σε αυτή η μορφή του κύρ-Μέντιου, με την οποία μεταφορικά, αλληγορικά δίνεται η μορφή του σκλαβωμένου δουλευτή, που υπομονητικά και αγόγγυστα δουλεύει μέρα-νύχτα στην καπιταλιστική κοινωνία, για να βρεθεί στο τέλος της ζωής του πεταγμένος έξω στο δρόμο.

Βέβαια, για έναν εστέτ, για ένα καθαρολόγο από το στρατόπεδο της αστικής φιλολογίας η μορφή αυτή του "όνου", όπως θα λέγαν αυτοί, είναι απαράδεχτη και ασύστατη, σοκάρει άσχημα. Όμως μια σειρά κλασικοί συγγραφείς και πριν από το Βάρναλη χρησιμοποίησαν επανειλημμένα και πετυχημένα μορφές ζώων, εξημερωμένων από τον άνθρωπο, για να απεικονίσουν τον άνθρωπο, όπως λόγου χάρη, ο Λ. Τολστόι με το αφήγημα του "Χολστομέρ" (ονομασία αλόγου), ο Ι. Τουργκγένιεφ με τη συγκλονιστική νουβέλα του "Μουμού" (ονομασία μικρού σκυλιού), ο Α. Τσέχοφ με το διήγημα του "Καστάνκα". Και αν κάνουμε αναφορά στη νεοελληνική λογοτεχνία, δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε το "Άλογο" του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Ο Βάρναλης, όμως, ξεπέρασε τα όρια αυτά των προγενέστερων συγγραφέων και τολμηρά, θαρραλέα και ατρόμητα, όντας υπέροχος σατυρικός ποιητής, παίρνει σαν κύριο ήρωα αυτό το ανθεκτικότατο, το υπομονετικότατο, μα και το χιλιοταλανισμένο, άδολο και άκακο ζώο, που τόσα και τόσα τραβάει στη ζωή του από τους αχάριστους ανθρώπους, που το εκμεταλλεύονται βάρβαρα.

Μερουδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι.
Ούλοι: δούλοι, αφεντικό,
και μ' αφήναν νηστικό.

Ο γοργοκύλιστος αυτός, εμφαντικός, πολυδύναμος και ηχηρός τροχαϊκός στίχος με τις ζωντανές εναλλασσόμενες εικόνες, που δημιουργεί, συγκινεί βαθιά τον αναγνώστη. Απομνημονεύεται πολύ εύκολα, πράγμα που βοηθούν αρκετά οι ξευγαρωτές θηλυκές και αρρενωπές ομοιοκαταληξίες (ρίμες) του: ξενοδούλι - δούλοι, αφεντικό - νηστικό.

Μα θα πει κάποιος, γιατί ο Βάρναλης να παρομοιάζει τον απλό δουλευτή και όχι μόνο το δουλευτή, αλλά και ολόκληρο το λαό με το γομάρι; Μήπως πέφτει έξω, όταν ο Βάρναλης στηλιτεύει το λαό για την αγόγγυστη υποταγή του στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, χωρίς να βγάζει άχνα ποτέ; Ναι, ο Βάρναλης αναμφίβολα επικρίνει το λαό, γιατί δέχεται σχεδόν αδιαμαρτύρητα την υποδούλωση του. Μα η επίκριση του αυτή είναι γεμάτη αγάπη και συμπόνια προς το λαό, που δεν της είναι ξένη και η αυστηρότητα με την υπεύθυνη παραίνεση του πνευματικού ταγού του έθνους. Λόγου χάρη, ο Ν. Γ. Τσερνισέφσκι, μεγάλος Ρώσος, επαναστάτης-συγγραφέας, έλεγε για το Ρωσικό λαό εκείνης της περιόδου: "Όλοι, από πάνω μέχρι κάτω, είναι σκλάβοι". Αλλά ίσα-ίσα αυτό, τόνιζε ο Β. Ι. Λένιν, έδειχνε την απέραντη αγάπη του Τσερνισέφσκι προς το Ρωσικό λαό και τη φλογερή επιθυμία του να δει το λαό του να ξεσηκώνεται ενάντια στο δυσβάσταχτο τσαρικό ζυγό, που του έπνιγε την καρδιά.

Με λίγα λόγια, ο Βάρναλης ανοίγει τα μάτια στο λαό, δείχνοντας του τη δουλική κατάντια του. Τον ξυπνάει από το λήθαργο, που έχει πέσει, κανονικό αβασταγό στη δούλεψη του αδηφάγου κεφαλαίου, όπου "δούλευε για να στουμπώσει όλ' η χώρα κι οι καμπόσοι". Μα κι όταν κάποτε το δύσμοιρο και δυστυχισμένο αυτό υποζύγιο τόλμησε να εκφράσει μια ελάχιστη διαμαρτυρία με τα λόγια: "Δε βαστάω! Θα πέσω κάτου!", ο εκπρόσωπος του θεού στη γη, όπου είναι καβάλα πάνω σ' αυτό, το αποστομώνει παραχρήμα: "Ντράπου! Τις προγονοί ντράπου!". Μα, "άντραλίζουμε! του λέει, πεινώ!". "Σουτ! το καθησυχάζει, θα φας τον ουρανό! "

Μετά το πειθήνιο και υπερυπομονητικο αυτό ζώο, σερνόμενο πηγαίνει και βρίσκει στη σπηλιά του τον "Αι-Φρανγκίσκο, τον προστάτη των κτηνών, που δεν είναι άλλος κανένας, εκτός από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, που τότε οι λαοί του κόσμου δεν ήξεραν ακόμα καλά την πραγματική του ουσία, για να του παραπονεθεί, γιατί το αφεντικό του, ο ελληνικός καπιταλισμός τον "πέταξε μακριά να τον φάνε τα θεριά", που και αυτός το απόπεμψε σκαιότατα. Τότε ο ποιητής σαλπίζει στο λαό το ποιητικό του σάλπισμα:

Αν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρεις. Όπου ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Και αλλού λέει:

Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θα' ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.

Το τρανοδύναμο και περίτεχνο αυτό ποίημα, που αποτελεί επαναστατικό πρότυπο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στην Πατρίδα μας, γιατί δείχνει τη .ζωή στην επαναστατική της ανάπτυξη, όντας το ίδιο διαποτισμένο από αισιόδοξα αισθήματα και πίστη ως προς την τελική, νικηφόρα έκβαση της πάλης του λαού μας, καταλήγει με την εξής λεβέντικη στροφή - κατακλείδα, πλημμυρισμένη από χαρά και περηφάνεια για τη νίκη του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση:

Κοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ' η πλάση κοκκινίσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσα, άλλη γη.

Έτσι η επαναστατική κοινωνική ποίηση εκπληρώνει επάξια την αποστολή της, στρατευμένη στη δίκαιη υπόθεση του λαού, που παλεύει, για τη λευτεριά, τη δημοκρατία, την προκοπή και την ειρήνη.

Δημήτρης ΠΑΝΟΣ

Αρ. Φύλ. 173 1-15 Γενάρη 2004

Δεν υπάρχουν σχόλια: