Τετάρτη 5 Μαρτίου 2008

Μ’ αφορμή το θάνατο του Αρχιεπισκόπου

Η ηγεσία του «Κ»ΚΕ: απ’ τη μόνιμη συνεργασία με τον επικεφαλής του αντιδραστικού φεουδοαστικού ιερατείου στον μετά θάνατο εξωραϊσμό των υπεραντιδραστικών εθνικιστικών-φασιστικών απόψεων του Χριστόδουλου Παρασκευαϊδη

Για τους μαρξιστές είναι αυτονόητο πως η περίφημη πασίγνωστη και πολυεπαναλαμβανόμενη αντιδραστική ρήση «ο αποθανών δεδικαίωται» δεν ισχύει. Και πολύ περισσότερο δεν ισχύει για τη ζωή και τη δράση γνωστών προσωπικοτήτων της κοινωνικής ζωής, των οποίων η πορεία και η όποια δράση τους στην κοινωνία επιβάλλεται να αποτιμηθεί πάντα αντικειμενικά δηλ. να ελεγχθεί η ταξική τους στάση απέναντι στα οικονομικο-κοινωνικο-πολιτικά προβλήματα, ειδικότερα στη σημερινή, ιστορικά ξεπερασμένη, αστική ταξική κοινωνία που διανύει περίοδο μεγάλης και αθεράπευτης κρίσης, πρωτόγνωρης σαπίλας, ολόπλευρης αποσύνθεσης και παρακμής.

Απ’ την πλευρά μας υποχρεωθήκαμε να ασκήσουμε επανειλημμένα οξύτατη κριτική στο «βίο και την πολιτεία» του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου δηλ. στη συγκεκριμένη πολύπλευρη δράση του ως ιεράρχη μα προπαντός, πέρα απ’ τις θρησκόληπτες αντιλήψεις που εκπροσωπούσε, στις υπεραντιδραστικές εθνικιστικές-σοβινιστικές, ρατσιστικές και φασιστικές απόψεις που μονίμως έκφραζε ως επικεφαλής της ηγεσίας της εκκλησίας για μια ολόκληρη δεκαετία (1998-2008).

Ας σημειώσουμε εντελώς σύντομα ότι ο Χριστόδουλος Παρασκευαϊδης, παρά τις εμετικού χαρακτήρα εξωραϊστικές, με αφορμή του θάνατό του, αναφορές των αστικών κομμάτων αλλά και του σοσιαλδημοκρατικού του «Κ»ΚΕ, έδρασε πάντα με συνέπεια στις αντιδραστικές του απόψεις και υπήρξε ως το τέλος που έφυγε απ’ τη ζωή ένας αμετανόητος χουντοφασίστας, ένας ρατσιστής, δημαγωγός, ακραίος και αδίστακτος επαγγελματίας πατριδοκάπηλος και ένας ως το τέλος έξαλλος εθνικιστής-σοβινιστής ιεράρχης. Δεν «γνώριζε» τίποτα για τα εγκλήματα των φασιστών συνταγματαρχών σε Ελλάδα (φασιστική βία, τρομοκρατία, δολοφονίες, εξορίες και φυλακές, βασανιστήρια, δολοφονίες δεκάδων φοιτητών στο Πολυτεχνείο, κλπ.κλπ.) και Κύπρο (φασιστικό πραξικόπημα, κλπ. και προδοσία του Κυπριακού), που όλα τα ευλόγησε: εγκλήματα και την προδοσία του Κυπριακού. Και δεν «γνώριζε» τίποτα ο θαυμαστής του συνεργάτη των γερμανών καταχτητών Χίτη Γρίβα και τόσων άλλων αντιδραστικών εθνοπροδοτών, επειδή κατά τη διάρκεια της στρατιωτικο-φασιστικής δικτατορίας «διάβαζε» (κατά δήλωσή του). Ποτέ βέβαια δεν καταδίκασε τα εγκλήματα της Χούντας, αλλά αντίθετα δεν παρέλειψε να στέλνει εγκωμιαστικά γράμματα στον αρχιεγκληματία φασίστα Παττακό.

Πέρα απ’ αυτά, κατά τη διάρκεια της θητείας του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο αναδείχθηκε σε ένα μωροφιλόδοξο ιεράρχη που ονειρεύτηκε να γίνει Πατριάρχης της Ελλάδας, επιδίωξη που αναπόφευχτα τον οδήγησε σε ρήξη με το Πατριαρχείο και σε μια οδυνηρή για τον ίδιο ήττα. Ακόμα εκμεταλλεύτηκε με τον πλέον προκλητικό και αισχρό τρόπο το θρησκευτικό συναίσθημα των πλατιών λαϊκών μαζών με τις φασιστικού χαρακτήρα «Λαοσυνάξεις» στην περίπτωση των ταυτοτήτων για να υποστεί και σ’ αυτό το ζήτημα άλλη μια εξίσου οδυνηρή ήττα. Πέρασε τη ζωή του ως Αρχιεπίσκοπος μέσα σε πρωτόγνωρη και προκλητική χλιδή με διαρκές όνειρο να εγκαθιδρυθεί στη χώρα μας ένα αντιδραστικό θεοκρατικό καθεστώς, ενώ τελευταία του δόθηκε επιτέλους η ευκαιρία να συγκυβερνήσει με τη φασιστική «Δεξιά του Κυρίου».

Είναι γνωστό ότι η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία του «Κ»ΚΕ είχε καθόλη τη διάρκεια της θητείας του Χριστόδουλου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο στενότατη και μόνιμη συνεργασία με το αντιδραστικό φεουδοαστικό ιερατείο, μια θαυμαστή συνεργασία όχι μόνο επειδή είχε φυτέψει στην «αυλή» του Περισσού τη δική του «τριανταφυλλιά» (= Τριανταφυλλιά (=Λιάνα) Κανέλλη) αλλά και γιατί στο χώρο της ηγεσίας του «Κ»ΚΕ έχει πολλούς οπαδούς όπως και στο χώρο του «Ριζοσπάστη» με πρώτο και καλύτερο «ψυχοπαίδι» του (αλλά και της μοναρχοφασιστικής Δεξιάς) τον «ταλαντούχο» γκεμπελίσκο Ν. Μπογιόπουλο*φανατικό υπερασπιστή της διατήρησης του θρησκεύματος στις ταυτότητες – που δε δίστασε να φτάσει στο πιο ακραίο σημείο, γράφοντας, κατ’ εντολή και για να υπηρετήσει-καλύψει τις αντιδραστικές επιδιώξεις του «θεού» προστάτη του Χριστόδουλου, ότι «η χώρα δεν αντέχει ανάλογο «διχασμό» με εκείνο που προκάλεσε η απόφαση της κυβέρνησης Σημίτη για τις ταυτότητες» («Ρ» 7/9/2006 σελ. 31), υπερασπίζοντας έτσι τη θέση του αντιδραστικού ιερατείου και μάλιστα δυο ολόκληρους και πλέον αιώνες μετά την αστική Γαλλική Επανάσταση.

Αλλά και μετά την «εις Κύριον αποδημία» του προστάτη του Χριστόδουλου, ο Ν. Μπογιόπουλος φρόντισε και πάλι, εκπληρώνοντας το χρέος του απέναντί του, να τον διαφημίσει απ’ τις στήλες του «Ριζοσπάστη» ως αστό «δημοκράτη», γράφοντας πως «συνομιλούσε» μαζί του σε «πλαίσιο αρχών και χωρίς να ξεφύγουμε ούτε μια στιγμή απ’ τη θέση μας», αποσιωπώντας όμως εντελώς και προκλητικά τη δραστήρια υπεράσπιση φασιστικών αντιλήψεων εκ μέρους του Χριστόδουλου καθώς και τη φασιστική του δράση όχι μόνο την εποχή της στρατιωτικο-φασιστικής δικτατορίας αλλά και εκείνη της «μεταπολιτευτικής» περιόδου, προπαντός της τελευταίας δεκαετίας ως Αρχιεπισκόπου, και αφού επίτηδες με τη γνωστή χρουστσοφική κουτοπονηριά παρακάμπτει-προσπερνάει όλα αυτά – θεωρώντας τα προφανώς ανάξια λόγου, «πληροφορεί», αντ’ αυτών, τους δύσμοιρους αναγνώστες του «Ριζοσπάστη» για να επικεντρώσει την προσοχή τους όχι στις φασιστικές αντιλήψεις του Χριστόδουλου, αλλά στα «πρόσωπα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους που μπορεί τη μια στιγμή να λένε «ελάτε όπως είστε» και την άλλη ότι «την περίοδο της χούντα διάβαζα»» («Ρ» 30/1/2008, σελ. 27) – «περνάει» επίτηδες στη θρησκεία, αραδιάζοντας κάποιες σοσιαλδημοκρατικές περί «θρησκείας» σαπουνόφουσκες. Θα είχε ενδιαφέρον να γίνει γνωστό αν ο Χριστόδουλος πρόλαβε να του εκδώσει ταυτότητα με αναγραμμένο το θρήσκευμα (όχι μόνο σ’ αυτόν, γιατί όσα αντιδραστικά γράφει απηχούν απόψεις της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας, αλλά και στις Παπαρήγα-Κανέλλη για τις υπηρεσίες που απλόχερα του προσέφεραν).

Πέρα απ’ αυτά και πέρα απ’ το ότι ο «Ριζοσπάστης» συγκάλυπτε-απέκρυβε μόνιμα απ’ την εργατική τάξη και το λαό τη φασιστική χουντική δράση του Χριστόδουλου και απέφευγε τη δημοσίευση φωτογραφιών του με τη χουντική εγκληματική συμμορία, είναι γνωστό ότι ο Χριστόδουλος είχε πάντα σ’ όλα τα ζητήματα τη σταθερή και μόνιμη (άμεση ή έμμεση) στήριξη της ηγεσίας του «Κ»ΚΕ, μεταξύ των οποίων και στο ζήτημα των ταυτοτήτων και σ’εκείνο του βιβλίου της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, υποστηρίζοντας ανοιχτά τη θέση του ιερατείου αλλά και των εθνικιστών-φασιστών για «απόσυρση» του βιβλίου (το νέο βιβλίο φαίνεται πως είναι «προοδευτικότερο» και «ντυμένο» στα «ροζ» χρουστσοφικά σοσιαλδημοκρατικά χρώματα της ηγεσίας του «Κ»ΚΕ).

Τέλος, η ηγεσία του «Κ»ΚΕ και μετά το θάνατο του Χριστόδουλο φρόντισε να εξωραΐσει – μέσω της αποσιώπησης όχι μόνο του φασιστικού παρελθόντος αλλά και του επίσης φασιστικού παρόντος – τις υπεραντιδραστικές σκοταδιστικές μα προπαντός τις εθνικιστικές, φασιστικές και ρατσιστικές απόψεις του Χριστόδουλου, παρουσιάζοντάς τον ως έναν αστό «δημοκράτη», όπως δείχνει το ολοσέλιδο κείμενο της εφημερίδας τους και προπαντός το βιογραφικό του «Ριζοσπάστη» για το Χριστόδουλο. Επιπλέον δια στόματος Σ. Χαλβατζή αισθάνθηκε την «ιερή» υποχρέωση να θυμίσει στην εργατική τάξη και το λαό και μάλιστα απ’ το βήμα της Βουλής, ότι ο Χριστόδουλος «ήταν ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος που συναντήθηκε με αντιπροσωπεία του ΚΚΕ» («Ρ» 29/1/2008, σελ. 10), προφανώς για να συζητήσουν από κοινού καλύτερους τρόπους υπεράσπισης του καπιταλισμού μα προπαντός τη διαφύλαξη των ταξικών συμφερόντων του αντιδραστικού φεουδο-αστικού ιερατείου.

Παρακάτω αναδημοσιεύομε ολόκληρο το επαίσχυντο βιογραφικό του «Ριζοσπάστη» για το Χριστόδουλο που αποσιωπά πλήρως και προκλητικά τόσο τη φασιστική του δράση την εποχή της στρατιωτικοφασιστικής διχτατορίας όσο και την πρόσφατη: «ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος (κατά κόσμον Χρήστος Παρασκευαϊδης), γεννήθηκε στη Ξάνθη του 1939 από προσφυγική οικογένεια από την Ανδριανούπολη. Έλαβε πτυχίο Νομικής και πτυχίο Θεολογίας. Ήταν διδάκτωρ της Θεολογίας, πτυχιούχος της Γαλλικής και Αγγλικής γλώσσας, γνώστης της Ιταλικής και Γερμανικής. Σπούδασε επίσης βυζαντινή μουσική. Διάκονος χειροτονήθηκε το 1961 και πρεσβύτερος 1965. Χρημάτισε γραμματέας και αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου επί αρχιεπισκοπίας Ιερωνύμου και Σεφαφείμ. Το 1974 εκλέχθηκε Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού μετά από πρόταση του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ σε ηλικία 35 χρονών (24 χρόνια παρέμενε στο Βόλο). Το 1998 εκλέχτηκε από την Ιεραρχία Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος» («Ρ» 29/1/2008, σελ. 10)

*Ο ταλαντούχος στην υπεράσπιση της μοναρχοφασιστικής Δεξιάς αστός δημοσιογραφίσκος του «Ριζοσπάστη» Ν. Μπογιόπουλος, που ψεύδεται ασυστόλως καθημερινά στα φαιδρά, ολωσδιόλου αναξιόπιστα αστικά σοσιαλδημοκρατικά σχόλιά του και μονίμως χυδαιολογεί-αισχρολογεί στην προτελευταία σελίδα του «Ριζοσπάστη», έχει αναλάβει τα τελευταία χρόνια εργολαβικά στην ίδια σελίδα, πέρα απ’ το «δημοκρατικό» εξωραϊσμό του χουντικού και φασίστα Χριστόδουλου και τον εξωραϊσμό σειράς ηγετικών στελεχών των μοναρχοφασιστικών κομμάτων ΕΡΕ-ΝΔ, παρουσιάζοντάς τα όχι μόνο σαν αστούς «δημοκράτες» αλλά και ως «αντιιμπεριαλιστές» (π.χ. το γνωστό ΕΚΟΦίτη Έβερτ απ’ τα τηλεπαράθυρα για το σχέδιο Ανάν), το φασίστα γερο-Καραμανλή ως «αντιφασίστα-αντιχουντικό» («παίρνει θέση κατά του καθεστώτος των συνταγματαρχών», «Ρ» 29/11/2007, σελ. 39), και επιπλέον προκλητικά ισχυρίζεται ότι δεν ήταν η φασιστική κυβέρνηση της ΕΡΕ με πρωθυπουργό τον Καραμανλή που δολοφόνησε το βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, αλλά το «παρακράτος» (« ο Γρηγόρης Λαμπράκης … δέχτηκε τη δολοφονική επίθεση των οργάνων του παρακράτους στο κέντρο της Θεσσαλονίκης», «Ρ» 26/5/2007, σελ. 31), κλπ. για να φτάσει στην κορυφαία και πιο ακραία περίπτωση με το προκλητικότατο κήρυγμά του προς τους αντάρτες του ένδοξου Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), υποδεικνύοντάς τους, με το απύθμενο θράσος εγγονού του αποστάτη Νικήτα Χρουστσόφ, πως με τους μοναρχοφασίστες τους «συνδέει το αίμα που χύθηκε άδικα εκατέρωθεν τη θλιβερή εκείνη εποχή» («Ρ» 11/7/2006, σελ. 27) – όμως οι μπαρουτοκαπνισμένοι αντάρτες του ΔΣΕ γνωρίζουν, όπως και κάθε αντιφασίστας, ότι τους χωρίζει αίμα απ’ το μοναρχοφασιστικό στρατό (=όργανο των αγγλοαμερικάνων ιμπεριαλιστών, της ντόπιας αντιδραστικής τάξης και του μοναρχοφασισμού) – για να αναδειχθεί έτσι, πέρα από λακές του κεφαλαίου, και σε θλιβερό λακέ της ντόπιας μοναρχοφασιστικής αντίδρασης.

Τελευταία, ο αστικός εκφυλισμός και η κατρακύλα του δεν γνωρίζουν όρια και έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο που «βγήκε» ακόμα και σε υπεράσπιση της κόρης του Μαγγίνα, αφιερώνοντάς της υπερασπιστικό σχόλιο με τίτλο «η κόρη και η «κιτρινίλα»» («Ρ» 30.11.2007, σελ. 31), στο οποίο χαρακτηρίζει «κιτρινίλα» την αποκάλυψη του τύπου για το πραγματικό γεγονός της παράνομης πρόσληψής της στον ΟΤΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: