Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

Το «τείχος του Βερολίνου», ο σοσιαλισμός και οι αντιμαρξιστικές απόψεις των χρουστσοφικών σοσιαλδημοκρατών ηγετών του «Κ»ΚΕ και των τροτσκιζόντων του ΝΑΡ

Τους μήνες Οκτώβρη-Νοέμβρη-Δεκέμβρη του περασμένου χρόνου, αλλά και αργότερα, μ’ αφορμή τη συμπλήρωση 20 χρόνων από την πτώση του «τείχους του Βερολίνου» (9 Νοέμβρη 1989) δημοσιεύτηκαν στον τοπικό και διεθνή αστικο-ρεβιζιονιστικό τύπο πολλά άρθρα που σχολίαζαν τις εξελίξεις εκείνης της περιόδου, αναφερόμενα συνάμα και στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
Το σημείωμα που ακολουθεί θα περιοριστεί στις απόψεις των χρουστσοφικών σοσιαλδημοκρατών του «Κ»ΚΕ και των χρουστσοφο-τροτσκιζόντων του ΝΑΡ.
Πριν όμως αυτή την αναφορά δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η σπάνια, εξαιτίας του αξιοσημείωτου «επιπέδου» της, περίπτωση ενός αμερικανοθρεμένου και αμερικανοσιτιζόμενου (= απ’ τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό) καθηγητάκου ονόματι Στ. Καλύβα (καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο Yale), ο οποίος σ’ ένα, χαμηλοτάτου επιπέδου αρθρίδιο στο «Βήμα» (8/11/2009, σελ. Α18) – απόδειξη πρωτοφανούς αγραμματοσύνης και άγνοιας του θέματος – αφού πρώτα μιλάει για «αναπόφευχτη παρακμή» του «κομμουνισμού», ύστερα με την «αυτοπεποίθηση» και το θράσος της ημιμάθειας αποφαίνεται ότι «ο κομμουνισμός απέτυχε» όχι μόνο «παταγωδώς», αλλά και «τελειωτικά» («Βήμα», 8/11/2009, σελ. Α18).
Το αρθρίδιο του υπεραντιδραστικού καθηγητάκου προδίδει, για καθηγητική φιγούρα, προκλητική και αδικαιολόγητη άγνοια των έργων των κλασικών του μαρξισμού: Μάρξ-Εγκελς-Λένιν-Στάλιν αλλά και της μαρξιστικής πολιτικής Οικονομίας του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του «υψηλού επιπέδου» του, μεταξύ πολλών άλλων, είναι ότι κάνει λόγο για «καθεστώτα που αυτοχαρακτηρίστηκαν κομμουνιστικά», όταν είναι πασίγνωστο, ακόμα και σ’ όσους έχουν ελάχιστη πληροφόρηση γύρω απ’ το θέμα, ότι δεν υπάρχει παρόμοιος «αυτοχαρακτηρισμός», για τον απλούστατο λόγο ότι καμία χώρα, ούτε και η σοσιαλιστική Σοβιετική Ένωση της εποχής του Στάλιν (μετά το θάνατο-δολοφονία του άρχισε σ΄ αυτή να παλινορθώνεται ο καπιταλισμός), δεν είχε φτάσει ακόμα στον κομμουνισμό.

Φαίνεται πως για το Στ. Καλύβα δεν έχουν και τόση σημασία οι περί «κομμουνισμού» επιδόσεις του, που είναι, βέβαια, για «γέλια και για κλάματα», και επομένως καθιστούν ακριβώς γι’ αυτό περιττή την όποια ιδεολογικο-πολιτική αντιπαράθεση-πολεμική, σημασία γι’ αυτόν έχει το γεγονός ότι διαπρέπει στις προσπάθειες αποκατάστασης των ταγμάτων Ασφαλείας, διεκδικώντας μαζί με τους Ν.Μαραντζίδη-Γ.Ράλλη τη συγκρότηση της πρώτης «αξιοζήλευτης» κακόφημης τριάδας των ταγματασφαλιτών του 21ου αιώνα: «κοιτάζοντας προς τα πίσω, πιστεύω πως χάρη στη στάση του πατέρα μου δεν καταλήξαμε σαν τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο ή την Αλβανία του Χότζα. Τότε όμως, δυο και τρεις φορές τη νύχτα, φώναζαν έξω απ’ το σπίτι μας «Ράλλη-προδότη-θάνατος!». Σαν να τ’ ακούω ακόμα…» (Έκδοση «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», Νο 139, 11/7/2004, σελ.25).
Οι αντιμαρξιστικές απόψεις των «Κ»ΚΕ-ΝΑΡ
α.σοσιαλδημοκρατικό «Κ»ΚΕ. Σχετικά με το «τείχος του Βερολίνου» οι χρουστσοφικοί ηγέτες του «Κ»ΚΕ υποστηρίζουν ότι η ανέγερσή του το 1961 έγινε: 1) από ένα «σοσιαλιστικό κράτος», 2) για να υπερασπίσει το «σοσιαλισμό», 3) σε αντιπαράθεση του «σοσιαλιστικού» με το καπιταλιστικο-ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο στα πλαίσια της αντιπαράθεσης καπιταλισμού-σοσιαλισμού, τέλος, 4) η πτώση του το 1989 σήμαινε «αντεπανάσταση» - απόψεις ολωσδιόλου αντιμαρξιστικές που συνάμα διαστρεβλώνουν με τον πλέον κατάφορο τρόπο τα γεγονότα και την ιστορική πραγματικότητα εκείνης της περιόδου, όπως θα καταδειχθεί αμέσως παρακάτω.
α. 1. DDR 1961: σοσιαλιστικό κράτος ή αστικό «κράτος όλου του λαού»; Ο ισχυρισμός των ηγετών του «Κ»ΚΕ ότι το τείχος του Βερολίνου αποφασίστηκε και χτίστηκε από το «σοσιαλιστικό κράτος» δεν έχει απολύτως καμιά βάση, επειδή το 1961 αυτό δεν υπήρχε πια σε καμιά – πλην της Αλβανίας – πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Ευρώπης, αφού η Διχτατορία του Προλεταριάτου είχε σ’ όλες, και στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (DDR), ήδη ανατραπεί σχεδόν μια δεκαετία πριν, αρχές του ΄53 (μετά το θάνατο-δολοφονία του Στάλιν) και αντικατασταθεί (σύμφωνα και με τις ομολογίες των χρουστσοφικών) από το λεγόμενο «κράτος όλου του λαού» δηλ. τη δικτατορία της νέας μπουρζουαζίας. Το «κόμμα όλου του λαού» δηλ. το αστικό πλέον SED (=ένα αντιμαρξιστικό σοσιαλδημοκρατικού τύπου κόμμα) ήταν εκείνο που καθοδήγησε και προώθησε, μετά το ΄53, τη σταδιακή παλινόρθωση του καπιταλισμού στην πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας με την εφαρμογή των καπιταλιστικού χαρακτήρα οικονομικών μεταρρυθμίσεων, εξαλείφοντας στην πορεία ολοκληρωτικά τις σοσιαλιστικές-κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής σ’ αυτή τη χώρα.
Επομένως το κράτος που έχτισε το τείχος του Βερολίνου το 1961 δεν ήταν το σοσιαλιστικό κράτος αλλά το διαβόητο «κράτος όλου του λαού» δηλ. ένα αστικό κράτος. Το τείχος, λοιπόν, δεν χτίστηκε απ’ τους επαναστάτες μαρξιστές δηλ. τους σταλινιστές-λενινιστές, αλλά απ’ τους αποστάτες προδότες χρουστσοφικούς ρεβιζιονιστές της Ανατολικής Γερμανίας μ’ εντολή προφανώς της προδοτικής σοβιετικής κλίκας των Χρουστσοφ-Μπρέζνιεφ. Δεν ενδιαφέρουν εδώ οι ιδιαίτεροι λόγοι που υποχρέωσαν τους χρουστσοφικούς ρεβιζιονιστές να καταφύγουν στην ανέγερση του τείχους του Βερολίνου. Ενδιαφέρον μόνο έχει να υπενθυμιστεί για τους κομμουνιστές πως η επαναστατική εξουσία στη DDR δεν είχε ανάγκη την ανέγερση τείχους ως την ύπαρξή της το 1953 (παρά τα όποια προβλήματα αντιμετώπιζε ως νεαρή εξουσία εργατών-αγροτών) αλλά ούτε ως το 1961. Γεγονός όμως είναι ότι στα επόμενα χρόνια μετά τη ρεβιζιονιστική αντεπαναστατική ανατροπή του 1953 (μετά το θάνατο-δολοφονία του Στάλιν) με τη σταδιακή παλινόρθωση του καπιταλισμού, τα προβλήματα – πέρα απ’ την απώλεια της εξουσίας της εργατικής τάξης – χειροτέρευσης της κατάστασης της εργατικής τάξης και του γερμανικού λαού οξύνονταν συνεχώς.
Είναι σήμερα γνωστό ότι η ρεβιζιονιστική αντεπαναστατική ανατροπή στις πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες πραγματοποιήθηκε με την ωμή βίαιη ανάμιξη των σοβιετικών ρεβιζιονιστών στα εσωτερικά αυτών των χωρών τους πρώτους, μετά την εξόντωση του Στάλιν, μήνες – επίθεση που οι προδότες σοβιετικοί ρεβιζιονιστές εξαπολύσανε την «επόμενη» της κηδεία του Στάλιν αν όχι κιόλας την ίδια μέρα. Ο Ούγγρος επαναστάτης κομμουνιστής Matyas Rakosi που καθαιρέθηκε βίαια, συνελήφθηκε και εξορίστηκε απ’ τους σοβιετικούς ρεβιζιονιστές στη Σοβιετική Ένωση και εκεί εξοντώθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες γράφει στις «Αναμνήσεις» του, ότι η επίθεση άρχισε την ημέρα της κηδείας του Στάλιν (γράμμα του Erwin Roznyai στον Kurt Gossweiler).
Τα ως τώρα, έστω και λίγα, μετά το 1990, δημοσιευθέντα ντοκουμέντα (μεταξύ άλλων και Nadja Stulz-Herrnstadt (Hrg.): das Herrnstadt-Dokument, Hamburg 1990, κλπ.), αλλά και τα γνωστά παλιότερα βεβαιώνουν, ότι η προδοτική κλίκα των Χρουστσοφ-Μπρέζνιεφ με την επέμβαση της στα εσωτερικά της DDR – μέσω Πρεσβείας-KGB-Σοβιετικού στρατού – απαίτησε και υποχρέωσε δια της βίας και των ανοιχτών απειλών (Πρέσβης Semjonow προς Herrnstadt (Ιούνης 1953): «σε 15 μέρες εσείς δεν θ’ έχετε ήδη κανένα κράτος πλέον») την ηγεσία του SED και την κυβέρνηση αυτής της χώρας να εγκαταλείψει τον επαναστατικό λεννιστικό-σταλινικό δρόμο οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και να θέσει τη χώρα στην αντεπαναστατική τροχιά της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, ζητώντας, μεταξύ πολλών άλλων μέτρων, και τη διάλυση των αγροτικών συνεταιρισμών. Μάλιστα, πέρα των πολλών άλλων αντεπαναστατικών ενεργειών, κάλεσαν απευθείας στη Μόσχα, αρχές Ιούνη του ΄53, τον Πρωθυπουργό Otto Grottewohl, το Γραμματέα του SED Walter Ulbricht και τον Fred Oelssner και τους επέβαλλαν άμεσα τον τερματισμό της παραπέρα οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού στη DDR. Η αντεπαναστατική «νέα γραμμή» των σοβιετικών ρεβιζιονιστών που επιβλήθηκε στην ηγεσία της DDR ήταν: διακοπή και εγκατάλειψη της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού με βασικό νέο και κύριο πλέον καθήκον την «πάλη για την ένωση της Γερμανίας σε δημοκρατική και ειρηνική βάση». Παράλληλα, πέρα απ’ τις γενικές καπιταλιστικού χαρακτήρα οικονομικές μεταρρυθμίσεις που προωθούνταν (με πρώτο μέτρο την «επέκταση των Εμπορευματο-Χρηματικών-Σχέσεων» για την οικοδόμηση δήθεν του «κομμουνισμού») είχαν ήδη παρθεί απ’ τους πρώτους μήνες του ΄53 σημαντικά μέτρα σε βάρος της εργατικής τάξης, όπως, μεταξύ πολλών άλλων, αυξήσεις τιμών σε σειρά είδη πλατιάς κατανάλωσης (είδη ένδυσης, υπόδησης, κρέας, μαρμελάδες, κλπ.), κατάργηση εκπτώσεων στα εισιτήρια, κλπ. – όλα μέτρα σε βάρος της εργατικής τάξης και του λαού – τα οποία ενώ ήταν μέτρα που έπλητταν σκληρά το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων παρουσιάζονταν σε κύριο άρθρο της «Neues Deutschland» (11 Απρίλη 1953) ως «θετικά» μέτρα και εκθειάζονταν ως μέτρα «καλυτέρευσης» του βιοτικού επιπέδου του λαού. Πέραν αυτών αποφασίστηκε να αυξηθούν, το λιγότερο κατά 10%, οι Νόρμες εργασίας απ’ τον Ιούνη του 1953. Μια απόφαση που μαζί με τα πολλά άλλα μέτρα που τέθηκαν σ’ εφαρμογή χειροτέρευαν την κατάσταση της εργατικής τάξης και αποτελούσαν πισωγύρισμα σε καπιταλιστικές πρακτικές – μα πρώτα απ’ όλα συνιστούσαν εγκατάλειψη του βασικού οικονομικού νόμου του σοσιαλισμού – προκαλώντας μεγάλη αγανάκτηση και αναταραχή στις γραμμές της εργατικής τάξης που τελικά οδήγησαν στις απεργίες και διαδηλώσεις της 17ης Ιούνη του 1953 (στις οποίες προφανώς συμμετείχαν και αντεπαναστατικές αντιδραστικές δυνάμεις, όμως πρωτοστάτες και οργανωτές της αντεπανάστασης ήταν οι χρουστσοφικοί σοβιετικοί ρεβιζιονιστές).
α.2.ανέγερση του «τείχους του Βερολίνου» για υπεράσπιση του «σοσιαλισμού»; Και ο δεύτερος ισχυρισμός των σοσιαλδημοκρατών ηγετών του «Κ»ΚΕ ότι η ανέγερση του «τείχους του Βερολίνου» έγινε τάχα για υπεράσπιση του «σοσιαλισμού» στη DDR δεν έχει απολύτως καμιά σχέση με την ιστορική οικονομικο-κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα της Ανατολικής Γερμανίας των αρχών της δεκαετίας του ΄60. Κι’ αυτό για δυο λόγους: πρώτο, επειδή η ανατροπή της Διχταρορίας του Προλεταριάτου στη DDR και στις άλλες πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες, πλην Αλβανίας, πραγματοποιήθηκε αμέσως τον πρώτο καιρό μετά το θάνατο-δολοφονία του Ιωσήφ Στάλιν, η οποία αντικαταστάθηκε απ’ την δικτατορία της υπό διαμόρφωση νέας μπουρζουαζίας αυτών των χωρών – ανατροπή που πραγματοποιήθηκε με την ωμή βίαιη ανάμιξη των σοβιετικών χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών στα εσωτερικά τους, τη βίαιη καθαίρεση-απομάκρυνση των επαναστατικών ηγεσιών-κυβερνήσεων και την αντικατάστασή τους με αντεπαναστατικά στοιχεία και την αντίστοιχη αντεπαναστατική γραμμή διακοπής της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και την έναρξη του πισωδρομικού προτσές της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, και επομένως, σοσιαλισμός στη DDR δεν υπήρξε το 1961 ούτε ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς τη Διχτατορία του Προλεταριάτου, δεύτερο, ήδη απ’ το 1953 άρχισαν να εφαρμόζονται στην Ανατολική Γερμανία και τις άλλες πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες, όπως και στη Σοβιετική Ένωση, οι καπιταλιστικού χαρακτήρα οικονομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αρχές-μέσα της δεκαετίας του ΄60 επεκτάθηκαν για να ολοκληρωθούν και να καταλήξουν στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 σε πλήρη παλινόρθωση του καπιταλισμού σ’ αυτές τις χώρες.
Γι’ αυτό, όταν σήμερα μετά σχεδόν 60 ολόκληρα χρόνια απ’ την έναρξη της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη DDR, η σοσιαλδημοκράτισσα Ε.Μπέλλου εκ Παραμυθιάς «παραμυθιάζει» τα δύσμοιρα, αδαή και αφελή μέλη-οπαδούς του «Κ»ΚΕ ισχυριζόμενη, αυτή και ο «Ριζοσπάστης», ότι τάχα υπήρξε το 1961 και ως την κατεδάφιση του τείχους το 1989 «σοσιαλισμός» στη DDR («Ρ» 15/11/2009, σελ 12-13) δεν γνωρίζει φαίνεται ότι έχει ήδη πάρει την απάντηση-διάψευση απ’ το δικό της χώρο δηλ. το ρεβιζιονιστικό χρουστσοφικό χώρο και μάλιστα πριν 45 ολόκληρα χρόνια, το 1965. Ο ομοϊδεάτης της ανατολικογερμανός χρουστσοφικός ρεβιζιονιστής Harry Nick, έχει φροντίσει να τη διαψεύσει γράφοντας-ομολογώντας το 1965 όχι μόνο την παλινόρθωση του καπιταλισμού με την προκλητική μεταφορά στην οικονομία της DDR των καπιταλιστικών οικονομικών Κατηγόριων αλλά επιπλέον και τον ιδιαίτερο ζήλο που επεδείκνυαν οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές να διδάσκονται από τον καπιταλισμό και τις αστικές θεωρίες γι’ αυτές τις οικονομικές καπιταλιστικές Κατηγορίες, στη συγκεκριμένη περίπτωση εκείνη του Produktionsfondsabgabe. Ο H. Nick, σε άρθρο του για τον «Τόκο», αφού αναζητεί «ορθολογική σκέψη» στην αντιεπιστημονική αστική θεωρία της «οριακής παραγωγικότητας» γράφει, μεταξύ άλλων, για το θέμα του τοκισμού του κεφαλαίου: «σε σχέση με την εισαγωγή ενός Produktionsfondsabgabe επανειλημμένα εκτοξεύτηκε η κατηγορία, ότι μ’ αυτή γίνονται αποδεκτές ουσιαστικές πλευρές της αστικής θεωρίας και καπιταλιστικής πρακτικής που παλιότερα είχαν καταπολεμηθεί. Γεγονός είναι, ότι ο καπιταλισμός στον τοκισμό του κεφαλαίου έχει μακρόχρονη παράδοση και εμείς με τον τοκισμό του παραγωγικού κεφαλαίου μόλις τώρα ξεκινάμε, τις πρώτες εμπειρίες συγκεντρώνουμε, κατά συνέπεια είναι αναγκαίο να μελετήσουμε προσεχτικά τα αναπτυγμένα απ’ την αστική θεωρία εργαλεία, π.χ. τον τοκισμό των δαπανών Επενδύσεων…» (Harry Nick: Der Zins – Mass und Geldausdruck der Aufwandsart „Fondvorschuss“, στο: «Wirtschaftswissenschaft», H.5/1965, σελ. 715-716). Αλλά και ο σοβιετικός ρεβιζιονιστής L.Gatowski, παρά τη σαφέστατη αυτή ομολογία του Harry Nick, αδυνατώντας να απαντήσει-αντικρούσει τον ισχυρισμό του αστικού τύπου («Time»: «η Ρωσία δανείζεται απ’ τους καπιταλιστές», κλπ.), ότι ο τοκισμός για τα χρησιμοποιούμενα απ’ τις επιχειρήσεις μέσα Παραγωγής δεν είναι άλλο απ’ την καθαρή αστική αρχή του Τόκου («Zinsenprinzip» - «Kapitalzins»), διερωτάται με τη γνωστή παροιμιώδη χρουστσοφική κουτοπονηριά, αφού πρώτα εκθειάζει το λεγόμενο «σοσιαλιστικό Κέρδος»: «αλλά γιατί μια πληρωμή στο σοσιαλιστικό κρατικό προϋπολογισμό για τη χρήση του σοσιαλιστικού φόντου από μια σοσιαλιστική επιχείρηση αποτελεί καπιταλιστική κατηγορία ;» για να απαντήσει αυτογελοιοποιούμενος: «γι’ αυτό δεν υπάρχουν λογικά επιχειρήματα» (L.Gatowski, «Iswestija» και «Σοβιετική Ένωση σήμερα», 20/1965).
α.3.ύπαρξη το 1961 «σοσιαλιστικού» ή ρεβιζιονιστικού-καπιταλιστικού στρατοπέδου; Στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο που δημιουργήθηκε μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο μ’ επικεφαλής τη Σοσιαλιστική Σοβιετική Ένωση του Στάλιν νικήθηκαν, αρχές του ΄53, οι επαναστατικές δυνάμεις και με την επικράτηση της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης κυριάρχησαν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις στις χώρες του και πρώτα απ’ όλα στη ίδια τη Σοβιετική Ένωση. Σε πολιτικό επίπεδο, όπως αναφέρθηκε, ανατράπηκε η Διχτατορία του Προλεταριάτου που αντικαταστάθηκε απ’ τη δικτατορία της υπό διαμόρφωση νέας μπουρζουαζίας ή αλλιώς απ’ το αστικό «κράτος όλου του λαού», που άνοιξε πλέον το δρόμο, με την καθοδήγηση των αντιδραστικών ρεβιζιονιστικών κομμάτων, της εφαρμογής στον οικονομικό τομέα των καπιταλιστικού χαρακτήρα οικονομικών μεταρρυθμίσεων που σταδιακά οδήγησαν στην πλήρη παλινόρθωση του καπιταλισμού σ’ αυτές τις χώρες –ένα πισωδρομικό προτσές που σ’ αυτόν το τομέα ολοκληρώθηκε, με την εφαρμογή της τελευταίας οικονομικής μεταρρύθμισης του ΄65 (η πιο ολοκληρωμένη ως τότε), στα τέλη της δεκαετίας του ’60.
Επομένως, το 1961 δεν υπήρχε σοσιαλιστικό στρατόπεδο στην Ευρώπη, επειδή ακριβώς η Σοβιετική Ένωση και οι πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες – πλην Αλβανίας – που το αποτελούσαν είχαν, με τη νίκη της ρεβιζιονιστικής αντεπανάσταση στις αρχές του ΄53, μετατραπεί σε καπιταλιστικές χώρες, διατηρώντας μόνο φραστικά «σοσιαλιστικές» ονομασίες. Έτσι το πρώην σοσιαλιστικό στρατόπεδο είχε αντικατασταθεί απ’ το ρεβιζιονιστικό που δεν είχε απολύτως καμιά σχέση με το σοσιαλιστικό, αφού αυτό από πλευράς περιεχομένου ήταν καπιταλιστικό,
α.4. 1989-90: «αντεπανάσταση» ή κατάρρευση του παλινορθωμένου καπιταλισμού; Αυτό που συνέβηκε στη Σοβιετική Ένωση το 1989-90 – και με την πίεσή της, και όχι μόνο, και στις άλλες ρεβιζιονιστικές χώρες, μαζί και στη DDR – δεν ήταν ούτε μπορεί να χαρακτηριστεί «αντεπανάσταση» δηλ. ανατροπή του «σοσιαλισμού», γιατί απλούστατα δεν υπήρχε σοσιαλισμός εκείνη τη χρονική περίοδο σ’ αυτές τις χώρες. Μετά μια ανάλυση, από μαρξιστική σκοπιά, της πορείας εφαρμογής των καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων στην οικονομία τους διαπιστώνεται ότι σ’ αυτές είχε ήδη από τα τέλη του ΄60 δηλ. κατά τη Μπρεζνιεφική περίοδο παλινορθωθεί πλέρια ο καπιταλισμός. Το 1989-90 δεν κατέρρευσε ο σοσιαλισμός αλλά ο λεγόμενος «αναπτυγμένος σοσιαλισμός» των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών δηλ. ο υπαρκτός, για δεκαετίες, παλινορθωμένος καπιταλισμός αυτών των χωρών, ένας κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός ιδιαίτερου τύπου – ιδιαιτερότητα που συνίσταται πρώτο στην ιστορική του προέλευση απ’ την ανατροπή και κατάργηση του σοσιαλισμού και δεύτερο ότι στηρίζονταν κύρια στην κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία σε διάκριση με τον παραδοσιακό καπιταλισμό των δυτικών καπιταλιστικών χωρών, με σχετικά περιορισμένη έκταση της κρατικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και με κυρίαρχο τομέα την ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία.
Με τη χρεοκοπία και κατάρρευση του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού ιδιαίτερου τύπου σημειώνεται-σημειώθηκε το πέρασμα των ρεβιζιονιστικών καπιταλιστικών χωρών στον παραδοσιακό καπιταλισμό των δυτικών χωρών, αλλά και το πέρασμά τους απ’ το μονοκομματικό στο πολυκομματικό πολιτικό σύστημα.
β. χρουστσο-τροτσκίζοντες του ΝΑΡ. Διάφοροι δημοσιογράφοι και ηγετικά στελέχη του ΝΑΡ που εκπροσωπούν κυρίως ρεβιζιονιστικές χρουστσο-τροτσκιστικές απόψεις, εγκλωβισμένοι σ’ αυτές τις αντιμαρξιστικές αντιλήψεις, παρά τις προσπάθειές τους δεν μπορούν ακόμα να απαντήσουν «τι ήταν αυτό που κατέρρευσε πριν 20 χρόνια» («Πριν», 8/11/2009, σελ. 6), αλλά ούτε σε παλιότερα άρθρα τους κατόρθωσαν να αναλύσουν τις σχέσεις Παραγωγής στη Σοβιετική Ένωση των Λένιν-Στάλιν και στη βάση αυτής της ανάλυσης να προσδιορίσουν τη φύση τους.
Κάποιοι από αυτούς, χωρίς να διαθέτουν την παραμικρή ανάλυση, υποχρεώνονται να επαναφέρουν-αναμασούν τους αναπόδεικτους αστικούς ισχυρισμούς της παλιάς προδοτικής σοσιαλδημοκρατίας της δεκαετίας του ’30, σύμφωνα με τους οποίους η Σοβιετική Ένωση «δεν είχε σοσιαλισμό», κλπ., θεωρώντας μάλιστα πως πρωτοτυπούν και εντυπωσιάζουν με την επαναφορά αυτών των μπαγιάτικων και αναπόδεικτων σοσιαλδημοκρατικών ισχυρισμών ενώ ο χρουστσο-τροτσκίζον Λ.Βατικιώτης σε άρθρο του για το «τείχος του Βερολίνου» ισχυρίζεται σοβαρά-σοβαρά για τη Σοβιετική Ένωση ότι «απαιτήθηκαν αντεπαναστατικές τομές και ποτάμια αίματος πρωτοπόρων κομμουνιστών για να εδραιωθεί η εκμεταλλευτική μετάλλαξη των σχέσεων παραγωγής που ανολοκλήρωτα έστω κληροδότησε η Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση» («Πριν», 8/11/2009, σελ.7), δηλ. επαναλαμβάνει τη γνωστή αερολογία περί «εκμεταλλευτικής μετάλλαξης των σχέσεων παραγωγής» στη Σοβιετική Ένωση, αδυνατώντας να προσδιορίσει τη φύση τους – προσδιορισμός που προφανώς προϋποθέτει μαρξιστική ανάλυση της βάσης και του εποικοδομήματος της σοβιετικής κοινωνίας εκείνης της περιόδου, ανάλυση που απουσιάζει παντελώς στην περίπτωση του Λ.Βατικιώτη. Επιπλέον αποφεύγει να κατονομάσει τους λεγόμενους «πρωτοπόρους κομμουνιστές». Αλήθεια, τι φοβάται;
Ακριβώς αυτή η πλήρης απουσία ανάλυσης, μαρξιστικής ή έστω αστικής, τον υποχρεώνει και στην περίπτωση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (DDR) να αναζητεί «αποδεικτικά» στηρίγματα των αντιμαρξιστικών του απόψεων, προσφεύγοντας στις επίσης αντιμαρξιστικές απόψεις-εκτιμήσεις που εκθέτονται στο «Λαϊκές Εξεγέρσεις στην Ανατολική Ευρώπη» (1983) και στο διάσημο τελευταία για τα πολλά του βιβλία αντιδραστικό αστό ιστορικό Mark Mazower («Σκοτεινή Ήπειρος, ο Ευρωπαϊκός 20ος αιώνας», σελ.263). Υιοθετώντας την άποψη του σημειώνει ικανοποιημένος: «όπως εύστοχα παρατηρεί ο Mαρκ Μαζάουερ, με αφορμή την εργατική εξέγερση στο Ανατολικό Βερολίνο τον Ιούνιο το 1953 «οι «ήρωες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης» είχαν στην πραγματικότητα αποξενωθεί από το καθεστώς που τους εξυμνούσε» (Mazower) («Πριν» 8/11/2009, σελ.7) για να συνεχίσει: «η αιτία αυτής της αποξένωσης βρισκόταν στη φύση του τρόπου παραγωγής που επιβλήθηκε το 1945 σε όλες τις λεγόμενες λαϊκές δημοκρατίες» («Πριν» 8/11/2009, σελ.7). Πέρα απ’ τη «γοητευτική» σημαία της «αποξένωσης» των αστών και ρεβιζιονιστών που δεν ερμηνεύει απολύτως τίποτε, ο Λ. Βατικιώτης αδυνατεί εκ νέου να προσδιορίσει τη «φύση του τρόπου παραγωγής που επιβλήθηκε το 1945 σε όλες τις λεγόμενες λαϊκές δημοκρατίες».
Όμως παρόλα αυτά ο Λ. Βατικιώτης με την ανάλογη, a la Καλύβα, «αυτοπεποίθηση ημιμάθειας» δηλ. χωρίς καμιά ανάλυση και ακόμα χειρότερα χωρίς καν να γνωρίζει από «πρώτο χέρι» τις εξελίξεις στη DDR (ακριβώς γι’ αυτό προσφεύγει στα παραπάνω αντιδραστικά δημοσιεύματα) διακηρύσσει πομπώδικα: «εκμεταλλευτικά καθεστώτα» οι πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες και πριν το 1953 δηλ. απ’ την αρχή της συγκρότησής τους και καθόλη τη διάρκεια της ύπαρξής τους. Αλλά, πέρα απ’ αυτά, αν ο Λ.Βατικιώτης ήταν έστω λίγο προσεχτικότερος ακόμα και απέναντι σ’ αυτά που παραθέτει ο ίδιος δε θα φλυαρούσε αερολογώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά αντίθετα θα είχε παρατηρήσει ότι στα αιτήματα των εργατών του Βερολίνου περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, «επιστροφή σε χαμηλότερες νόρμες παραγωγής και υπολογισμός των μισθών σύμφωνα με το ισχύον την 1η Απρίλη 1953 σύστημα, πριν δηλαδή οι νόρμες παραγωγής αυξηθούν αυθαίρετα από την κυβέρνηση κατά 10%» («Πριν» 8/11/2009, σελ.7), που δείχνει πως η παλιότερη, πριν το ΄53, κατάσταση αν δεν ήταν νέα, και ποιοτικά εντελώς διαφορετική απ’ τον καπιταλισμό (που ήταν), τουλάχιστον ικανοποιούσε καλύτερα τις ανάγκες της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων στη DDR (και κατά τη γνώμη των εργατών, αλλιώς δεν υπήρχε λόγος να διατυπώσουν παρόμοιο αίτημα), απ’ τις νέες καπιταλιστικές πρακτικές των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών που πήγαιναν «χέρι-χέρι» με την ήδη ευρισκόμενη σε εξέλιξη σταδιακή παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Τέλος, ο τροτσκίζον ρεβιζιονιστής Λ.Βατικιώτης δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι τηρεί «σιγή ιχθύος», όπως και το σοσιαλδημοκρατικό «Κ»ΚΕ, τόσο για τις καπιταλιστικές πρακτικές των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών μα προπαντός για τις, μετά το ΄53, καπιταλιστικού χαρακτήρα οικονομικές μεταρρυθμίσεις που οδήγησαν στην πλήρη παλινόρθωση του καπιταλισμού, τέλη της δεκαετίας του ’60, στη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες ρεβιζιονιστικές χώρες, ένα τόσο σημαντικό θέμα για το οποίο γράφτηκαν χιλιάδες άρθρα και κάμποσες εκατοντάδες μελέτες και τόμοι βιβλίων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: