Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Όξυνση της φασιστικοποίησης σε συνθήκες παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και χρεωκοπίας της ελληνικής οικονομίας

Σε διεθνές επίπεδο, παράλληλα με τα προγράμματα σκληρής λιτότητας, το γκρέμισμα των τελευταίων απομειναριών του «κράτους πρόνοιας» και τις πολιτικές έντασης της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, οι οποίες εφαρμόζονται από τις αστικές κυβερνήσεις σύμφωνα με τις επιταγές των καπιταλιστών, και που στόχο έχουν να μεταφέρουν τα βάρη της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης στις πλάτες της εργατικής τάξης και συνολικά των πλατιών λαϊκών μαζών, ώστε να διασφαλιστούν τα κέρδη του κεφαλαίου, επιβάλλεται και μία πολιτική όξυνσης της φασιστικοποίησης που κλείνει στη θηλιά της όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής. Τα αντεργατικά-αντιλαϊκά μέτρα που προωθούνται σε ολόκληρο τον κόσμο οδηγώντας εκατομμύρια εργαζόμενους στην εξαθλίωση, έχουν πυροδοτήσει τη λαϊκή οργή και την ανάπτυξη των λαϊκών αντιστάσεων, ενώ μεγάλης έκτασης κοινωνικές συγκρούσεις φαίνονται ξεκάθαρα στον ορίζοντα. Έτσι, πρέπει να αντιληφθούμε ότι οι καπιταλιστές επιλέγουν/επιβάλλουν την πολιτική της φασιστικοποίησης ως όπλο για την καταστολή/συντριβή της ανάπτυξης των αγώνων του εργατο-λαϊκού κινήματος λόγω των προοπτικών όξυνσης της ταξικής πάλης. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί ότι η πολιτική της φασιστικοποίησης, που προωθείται σήμερα, δεν επιβάλλεται κατά κανόνα από παραδοσιακές-καθαρές φασιστικές δυνάμεις που ανήλθαν στην εξουσία στη διαδικασία της αλλαγής «καθεστωτικής βάρδιας», αλλά από νεοφιλελεύθερες και σοσιαλφιλελεύθερες κυβερνήσεις, γεγονός που δείχνει ότι αυτή αποτελεί κεντρική επιλογή της κεφαλαιοκρατίας, δηλ. της τάξης που αυτές οι κυβερνήσεις υπηρετούν.

Σήμερα, στη δίνη της καπιταλιστικής κρίσης, είναι κεντρική επιλογή της ΕΕ ως ιμπεριαλιστικού οργανισμού, να εφαρμόσει πολιτικές εκφασισμού-ρατσισμού-καταστολής, και με το πρόσχημα της (επίπλαστης) κοινωνικής ανασφάλειας, να ενισχύσει την Ευρώπη-φρούριο. Έτσι σε επίπεδο ΕΕ, η πολιτική της φασιστικοποίησης έχει εκφραστεί κυρίως με την επιβολή ρατσιστικών αντι-μεταναστευτικών πολιτικών, τόσο κεντρικά από τον ιμπεριαλιστικό μηχανισμό της ΕΕ (π.χ. η ευρωπαϊκή «ντιρεκτίβα του αίσχους» για τη μετανάστευση που προβλέπει τη φυλάκιση από 6 ως 18 μήνες κάθε «παράνομου» μετανάστη, δηλ. κάθε μετανάστη «χωρίς χαρτιά»), όσο και από τις αστικές κυβερνήσεις των επιμέρους κρατών-μελών της ΕΕ, όπου εφαρμόστηκαν φασιστικά-ρατσιστικά μέτρα ενάντια σε μετανάστες και εθνικές μειονότητες, με πιο πρόσφατο το πογκρόμ που εξαπέλυσε η κυβέρνηση Σαρκοζύ ενάντια στους Ρομά (με αφαίρεση υπηκοότητας και απελάσεις Ρομά, καταστολή, γκρέμισμα των καταυλισμών τους), αλλά και με την άσκηση κρατικής βίας και φασιστικού τύπου καταστολής ενάντια στις αγωνιστικές εκδηλώσεις του λαϊκού κινήματος.

Σε αυτό το πλαίσιο, εξελίσσεται ένα προτσές όξυνσης της φασιστικοποίησης της κοινωνικής ζωής και εκφασισμού του ελληνικού αστικού κράτους, του οποίου προτσές την έναρξη σηματοδοτεί η διακήρυξη της κυβέρνησης Καραμανλή για «επανίδρυση του κράτους», δηλ. επανίδρυση του αστυνομικού φασιστικού κράτους της Δεξιάς και που αδιάκοπα συνεχίζεται και ξεδιπλώνεται μέχρι και σήμερα στις ιδιαίτερες συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης, της χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας και του βαθέματος της εξάρτησης της χώρας από τα δυτικοευρωπαϊκά ιμπεριαλιστικά μονοπώλια. Η περίοδος που αρχίζει αυτό το προτσές όξυνσης της φασιστικοποίησης δεν είναι τυχαία αφού συμπίπτει με τα πρώτα σημάδια της επερχόμενης παγκόσμιας κρίσης, με την επιχείρηση επιβολής ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων, αλλά και την ανάπτυξη των λαϊκών αντιστάσεων ενάντια στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα (φοιτητικές κινητοποιήσεις 2006-2007, απεργία δασκάλων, κινητοποιήσεις ενάντια στον αντι-ασφαλιστικό νόμο, κ.α.).

Σήμερα, εν μέσω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας, που οδήγησαν στην όξυνση της εξάρτησης της χώρας από την ΕΕ και το ΔΝΤ, μέσω της επιβολής του Μνημονίου και της κατεδάφισης των εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων, προχωράει και η φασιστικοποίηση του συνόλου της κοινωνικής ζωής και ο εκφασισμός του αστικού κράτους με στόχο την αποδυνάμωση και τελικά το τσάκισμα των αντιστάσεων του εργατο-λαϊκού κινήματος. Το αστικό κράτος, δηλαδή, θωρακίζεται ενάντια στις ολοένα και πιο ισχυρές κοινωνικές συγκρούσεις που αναπτύσσονται αναπόφευκτα από την εντεινόμενη καταπίεση των μαζών. Μάλιστα, μέσα στις συνθήκες βαθέματος της εξάρτησης της χώρας από το δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο, η πολιτική της φασιστικοποίησης επιβάλλεται σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό εξωτερικά – ενώ στο εσωτερικό ασκείται εθελόδουλα από την κυβέρνηση του μεγαλοαστικού ΠΑΣΟΚ, όπως αυτή εφαρμόζει τα αντιλαϊκά μέτρα που προβλέπει το Μνημόνιο της υποταγής – αφού η πολιτική αυτή αποτελεί κεντρική επιλογή του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου και κατ’ επέκταση του ιμπεριαλιστικού οργανισμού της ΕΕ, προκειμένου να διασφαλίσουν τη μεγιστοποίηση του κέρδους της μέσω της εξάρτησης της χώρας.

Αν και όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η φασιστικοποίηση σφίγγει τη θηλιά γύρω από το σύνολο της κοινωνικής ζωής, οι πολιτικές φασιστικοποίησης που ασκήθηκαν τόσο από τις κυβερνήσεις της ΝΔ όσο και σήμερα από το ΠΑΣΟΚ στοχεύουν κυρίως στην: α) καταστολή – περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών, β) διάσπαση της ενότητας του εργατο-λαϊκού κινήματος. Πιο συγκεκριμένα:

α) Καταστολή – περιστολή δημοκρατικών ελευθεριών: Η αστυνομοκρατία και η βίαιη φασιστικού τύπου καταστολή οποιασδήποτε μορφής κινητοποίησης έχουν γίνει πλέον κανόνας και συνδυάζονται με την περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών. Πυρήνας και προϋπόθεση της εφαρμογής της πολιτικής φασιστικοποίησης αποτέλεσε ένα προτσές εκφασισμού του αστικού κράτους, ιδιαίτερα των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών και της αστικής «δικαιοσύνης», με την στελέχωσή τους με φασιστικά στοιχεία τόσο σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας (π.χ. Πολύδωρας, Μαρκογιαννάκης, Σανιδάς) όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο. Η όξυνση της κρατικής τρομοκρατίας, ως έκφραση του βαθέματος του εκφασισμού του αστικού κράτους, άρχισε να εκδηλώνεται με καταφανή τρόπο ενάντια στις φοιτητικές κινητοποιήσεις του 2006-2007, κατά τις οποίες υπήρξε πλήρης εφαρμογή του νέου επιχειρησιακού δόγματος των κατασταλτικών μηχανισμών, δηλαδή του δόγματος της απροκάλυπτης φασιστικής τρομοκράτησης και καταστολής του λαϊκού κινήματος με τις αθρόες προληπτικές προσαγωγές πριν από τις διαδηλώσεις, την απαγόρευση σε οργανωμένα τμήματα διαδηλωτών να προσεγγίσουν το χώρο των συγκεντρώσεων, τις επιθέσεις των δυνάμεων καταστολής στα μπλοκ των διαδηλωτών, την άσκηση δολοφονικής βίας και τις συλλήψεις διαδηλωτών από το σορό. Ο εκφασισμός εκδηλώθηκε σε όλο του το εύρος με τη δολοφονία του μαθητή Α. Γρηγορόπουλου από άνδρες των δυνάμεων καταστολής και την από εκεί και πέρα αποχαλίνωση της κρατικής τρομοκρατίας κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη (που αποτελεί ορόσημο στον αγώνα της νεολαίας ενάντια στη φασιστικοποίηση), γεγονός που αποδεικνύει για μία ακόμη φορά ότι το αστικό κράτος επιλέγει το βάθεμα της φασιστικοποίησης όταν η ταξική πάλη οξύνεται και απειλείται ο πολιτικός σχεδιασμός των καπιταλιστών.

Η στόχευση του κράτους για τρομοκράτηση-καταστολή του εργατο-λαϊκού κινήματος και όλης της κοινωνίας φανερώνεται και με τη συγκρότηση νέων κατασταλτικών μονάδων (με νέες μαζικές προσλήψεις, και μάλιστα εν μέσω «χρεοκοπίας», και μετατάξεις εκατοντάδων αστυνομικών σε αυτές), που ήδη έχουν δείξει «έργο» στην καταστολή των διαδηλώσεων με τις μηχανές των ΔΕΛΤΑ και ΔΙΑΣ να συγκρούονται με διαδηλωτές προκαλώντας τους σοβαρούς τραυματισμούς, όπως συνέβη στη απεργία-διαδήλωση της 5ης Μάη και τη διαδήλωση για την πρώτη επέτειο της εξέγερσης του Δεκέμβρη. Ταυτόχρονα οι δυνάμεις καταστολής εξοπλίζονται εκ νέου με σκυλιά, πλαστικές σφαίρες, χειροβομβίδες κρότου-λάμψης,επικίνδυνα καρκινογόνα χημικά, χειροβομβίδες από καουτσούκ που διασπώνται σε θραύσματα και προκαλούν σοβαρές,  βαριές και επικίνδυνες σωματικές βλάβες, κλπ., προκειμένου να εκτελέσουν το τρομοκρατικό τους έργο πιο αποτελεσματικά.

Απόδειξη βαθέματος του εκφασισμού του κράτους αποτελεί και η μεγάλης έκτασης συνεργασία των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών και των παρακρατικών φασιστικών ομάδων. Πέρα από τη διαχρονική και πλήρη ασυλία που προσφέρουν αστυνομία και «δικαιοσύνη» στις φασιστικές παρακρατικές ομάδες, υπάρχει και συνεργασία των δυνάμεων καταστολής με τις ομάδες αυτές, συνεργασία που πολλές φορές δεν είναι απλά αυθόρμητη, αλλά ξεκάθαρα οργανωμένη από τα πριν στα επιτελεία της αστυνομίας. Κραυγαλέα παραδείγματα αυτής της συνεργασίας είναι το πογκρόμ που εξαπέλυσαν από κοινού οργανωμένοι φασίστες-«αγανακτισμένοι πολίτες» και ΜΑΤ ενάντια στους εξεγερμένους το Δεκέμβρη του 2008 στην Πάτρα και η πιο πρόσφατη μεταφορά ναζιφασιστών της «Χρυσής Αυγής» με κλούβα των ΜΑΤ στον τόπο συγκέντρωσής όπου διαδήλωσαν ενάντια στους μετανάστες (όπως καταγράφηκε από κάμερα διερχόμενου και προβλήθηκε στην ιστοσελίδα www.tvxs.gr).

Παράλληλα, η κρατική τρομοκρατία συμπληρώνεται από τη θεσμοθέτηση νόμων που καταπατούν τις δημοκρατικές ελευθερίες και νομιμοποιούν την κρατική βία και τρομοκρατία. Ανάμεσα σε αυτούς τους νόμους αξίζει να αναφέρουμε το νόμο για τη νομιμοποίηση της χρήσης καμερών για την παρακολούθηση των πάντων και μάλιστα χωρίς την έγκριση εισαγγελέα (που απλά νομιμοποίησε τις παρακολουθήσεις που γίνονταν επί χρόνια μέσω των καμερών «διαχείρισης κυκλοφορίας», όπως είχε αποκαλύψει και η αστική Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων σχετικά με την πανελλαδική-πανεκπαιδευτική διαδήλωση της 8ης Μαρτίου), τον νόμο για την ποινικοποίηση της κουκούλας, τη διάταξη σύμφωνα με την οποία υποχρεώνονται σε εξέταση γενετικού υλικού (DNA) όσοι κατηγορούνται για οποιοδήποτε αδίκημα αν το απαιτήσει η αστυνομία, το φακέλωμα των καρτοκινητών (με προφανή στόχο την παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων), το νέο τρομονόμο. Είναι χαρακτηριστικό, ότι όλοι οι παραπάνω νόμοι ψηφίστηκαν αμέσως μετά από μεγάλες κινητοποιήσεις του λαϊκού κινήματος, έτσι ώστε να προσθέσουν νέα όπλα ποινικοποίησης των αγώνων στο νομικό οπλοστάσιο του αστικού κράτους.

Κατά τη διάρκεια της πορείας ανάπτυξης της φασιστικοποίησης πύκνωσαν οι επιθέσεις ενάντια στη λαϊκή δημοκρατική κατάκτηση του πανεπιστημιακού Ασύλου, που διαχρονικά αποτέλεσε και αποτελεί αγκάθι για το αστικό κράτος. Το Άσυλο βρέθηκε στο στόχαστρο του αστικού κράτους είτε μέσω της κατασυκοφάντησης του (σύνδεση του Ασύλου με την εγκληματικότητα και με κοινωνικά φαινόμενα όπως τα ναρκωτικά), είτε μέσω της περιστολής του Ασύλου που προβλέπει ο νόμος-πλαίσιο της Γιαννάκου, αλλά και μέσω της κατάργησής του στην πράξη από τις απροκάλυπτες εισβολές των δυνάμεων καταστολής σε πανεπιστημιακούς χώρους. Οι επιθέσεις ενάντια στο Άσυλο συνδέονται άμεσα με την καταστολή του φοιτητικού και συνολικά του λαϊκού κινήματος, αφού ο θεσμός του Ασύλου διαχρονικά προστάτευσε την ελεύθερη διακίνηση ιδεών που είναι ενάντια στην κυρίαρχη ιδεολογία, την αντισυστημική πολιτική δράση , αποτέλεσε προϋπόθεση για την ανάπτυξη των φοιτητικών αγώνων (ελεύθερη λειτουργία των διαδικασιών των φοιτητικών συλλόγων, προστασία των καταλήψεων από τις αστυνομικές επεμβάσεις, κ.α.) και σηματοδοτεί μια αστικοδημοκρατική κατάκτηση σύμφυτη με τη στοιχειώδη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας.

Μέσα στο πλαίσιο της επιχείρησης για περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών πρέπει να ενταχθεί και η επικοινωνιακή διαχείριση της υπόθεσης της ατομικής τρομοκρατίας από το αστικό κράτος. Έτσι, χρησιμοποιείται το πρόσχημα της «αντιμετώπισης της τρομοκρατίας» (η οποία είναι ξεκομμένη από το λαϊκό κίνημα και απονομιμοποιημένη στη συνείδηση των πλατιών λαϊκών μαζών) για να δικαιολογηθεί η επιβολή νέων μέτρων που καταπατούν τα δημοκρατικά δικαιώματα. Η ποινικοποίηση των λαϊκών αγώνων ήταν ο στόχος τόσο του πρώτου τρομονόμου, με τον οποίο διώκονται μαθητές και φοιτητές για την αγωνιστική τους δράση κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη, όσο και του νέου τρομονόμου, που ψηφίστηκε «νύχτα» τον περασμένο Αύγουστο στα θερινά τμήματα της βουλής και έχει την ευελιξία να χαρακτηρίσει τρομοκρατική δράση ακόμα και πλημμελήματα, φωτογραφίζοντας την μαχητική πολιτική και συνδικαλιστική δράση.

β) Διάσπαση της ενότητας του εργατο-λαϊκού κινήματος: Παράλληλα με την άσκηση κρατικής τρομοκρατίας, υπάρχει σαφής στόχευση για διάσπαση της ενότητας του εργατο-λαϊκού κινήματος. Σε αυτό το επίπεδο, η επίθεση των κεφαλαιοκρατών ενάντια στην ενότητα του εργαζόμενου λαού στρέφεται κυρίως στη διάσπαση ελλήνων και αλλοδαπών εργατών, προάγοντας τον ρατσισμό και τον εθνικισμό. Οι μετανάστες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της εργατικής τάξης, αλλά ταυτόχρονα είναι και το πιο αδύναμο κομμάτι της δεδομένου του ότι βρίσκονται σε πιο δεινή πολιτική και οικονομική κατάσταση από το υπόλοιπο προλεταριάτο και το μεγαλύτερο τμήμα τους είναι «χωρίς χαρτιά» ή νόμιμη παραμονή τους είναι επισφαλής, και επομένως αποτελούν τον πιο εύκολο στόχος της επίθεσης. Το κεφάλαιο επιστρατεύει τόσο τα αντιδραστικά, ναζιφασιστικά και αστικορεβιζιονιστικά κόμματα (το «Κ»ΚΕ έφτασε σε τέτοιο σημείο προδοσίας ώστε να διαβλέπει κίνδυνο «δημιουργίας και ανακίνησης μειονοτικών και εθνικιστικών ζητημάτων μέχρι και την αλλαγή συνόρων» («Ρ» 7/3/2010, σελ.7) στην απόδοση έστω και των ελάχιστων δικαιωμάτων στους μετανάστες που προέβλεπε το νομοσχέδιο για το «μεταναστευτικό») όσο και τα αστικά ΜΜΕ προκειμένου να αναπαράξουν τη γνωστή παλαιοχρονισμένη ρατσιστική και εθνικιστική προπαγάνδα του. Επιπρόσθετα, η ρατσιστική επίθεση ενάντια στους μετανάστες συνδέεται με την κρατική τρομοκρατία και εκφράζεται ως τέτοια, ιδιαίτερα με τα φασιστικά πογκρόμ που εξαπολύει το αστικό κράτος ενάντια σους μετανάστες «χωρίς χαρτιά», όπως το πογκρόμ το 2009 στην Πάτρα με τις δεκάδες συλλήψεις μεταναστών που συνοδεύτηκε από τη γκανγκστερική ολοσχερή καταστροφή του καταυλισμού τους με μπουλντόζες και τον εμπρησμό του.

Στην κατεύθυνση της διάσπασης του εργατο-λαϊκού κινήματος, οι αστικές κυβερνήσεις επιχειρούν να ενεργοποιήσουν το φασιστικό λεγόμενο «κοινωνικό αυτοματισμό», εξαπολύοντας μία ιδεολογική επίθεση, που στοχεύει στο να στρέψει τις εργαζόμενες μάζες ενάντια σε τμήματα των εργαζομένων που κάθε φορά κινητοποιούνται, προπαγανδίζοντας ότι οι κινητοποιήσεις αυτές είναι ενάντια στο «κοινωνικό σύνολο». Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα είναι η προπαγάνδα που εξαπέλυσε η κυβέρνηση, με τη συνδρομή των ΜΜΕ, και κατ΄ εντολή των κεφαλαιοκρατών (ιδιαίτερα του εφοπλιστικού κεφαλαίου για προφανείς λόγους), προκειμένου να στρέψει τους κατοίκους των νησιών (που υποφέρουν από χρόνια εγκατάλειψη από κάθε κυβέρνηση) ενάντια στον ναυτεργατικό αγώνα για τα προβλήματά τους και κατ’ επέκταση να δικαιολογήσει στη «δημόσια γνώμη» το φασιστικό μέτρο της επιστράτευσης.

Συμπερασματικά, η φασιστικοποίηση ξεδιπλώνεται με τις πλέον απειλητικές διαστάσεις ακόμα και για τα στοιχειώδη αστικοδημοκρατικά δικαιώματα και το αστικό κράτος ενισχύει τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του, που διαφυλλάτουν την ταξική κυριαρχία των καπιταλιστών και τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών στην Ελλάδα. Μπροστά σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, το εργατο-λαικό κίνημα πρέπει να απαντήσει με ένα πλατύ αντιφασιστικό-αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο που που θα ενώνει στον αγώνα ενάντια στην καταστολή, στην περιστολή των δημοκρατικών καταχτήσεων, τη φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής, που είναι τα απαραίτητα «εργαλεία» των κεφαλαιοκρατών και των πολιτικών τους εκφραστών, για να περάσουν τα μέτρα εξαθλίωσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: