Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Γιώργος Κοτζιούλας – ο περήφανος, κατατρεγμένος και πολυβασανισμένος ποιητής των φτωχών, της Επανάστασης και της Εθνικής Αντίστασης

Λάβαμε πρόσφατα ένα e-mail το οποίο ζητούσε πληροφορίες για τον ποιητή Γιώργο Κοτζιούλα. Επ’ αφορμή αυτού, δημοσιεύουμε άρθρα και ποιήματα που κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Ανασύνταξη.
***

Από Ανασύνταξη, Αρ. Φύλ. 239 1-15 Δεκέμβρη 2006

Γιώργος Κοτζιούλας – ο περήφανος, κατατρεγμένος και πολυβασανισμένος ποιητής των φτωχών, της Επανάστασης και της Εθνικής Αντίστασης

50 χρόνια απ’ τον πρόωρο χαμό του

1909 Πλατανούσα-Αρτας – 29/08/1956 Αθήνα.

Ο Γιώργος Κοτζιούλας το πάμπτωχο και πολυβασανισμένο χωριατόπουλο κατόρθωσε εντελώς μόνος του ν’ αναδειχθεί σ’ ένα διανοούμενο-«προλετάριο» που στρατεύτηκε στο πλευρό της φτωχολογιάς (αγροτών-εργατών), να αναδειχθεί σ’ ένα μεγάλο ποιητή τραγουδιστή της επανάστασης και της Εθνικής Αντίστασης, το μεγαλύτερο ποιητή της Ηπείρου: «από τους Ηπειρώτες ποιητές, παλιότερους και νεότερους, είναι χωρίς άλλο ο καλύτερος» (Μάρκος Αυγέρης) και ένας απ’ τους μεγαλύτερους της γενιάς του: «ο ποιητής Γ. Κοτζιούλας, ποιητής με τα ούλα του, από τους πρώτους της πρώτης πεντάδας της «καθεστηκυίας» γενεάς» (Κώστας Βάρναλης). Ο Κοτζιούλας, έγραφε στο νεκρολογικό σημείωμά του ο Βασίλης Ρώτας ήταν «γνήσιος ποιητής, από το μέταλλο των μεγάλων, βρέθηκε σ’ εποχή που σκοτώνει ποιητές… Ο Κοτζιούλας ήταν γνήσιος άνθρωπος, ρίζα από τα Τζουμέρκα, πνεύμα αϊτήσιο, κρίση ζυγιασμένη, σοφία σίγουρη, ήθος ανθρωπιάς ευγενικής και πολιτισμένης. Πήρε μέρος στην εθνικής αντίσταση, στο βουνό, όπου αυτός σαρακοφαγωμένος πολέμησε και με το όπλο και με την πέννα. Στο τέλος υπόκυψε στη φτώχια». Χάθηκε πολύ πρόωρα, πάνω στην ακμή της πνευματικής του δημιουργίας, ένας απροσκύνητος, ασυμβίβαστος, αλύγιστος και αδιάφθορος, κυνηγημένος απ’ τη μοναρχοφασιστική αντίδραση του τόπου για τις κομμουνιστικές του ιδέες αγωνιστής, μια σεμνή, περήφανη και ευγενική φυσιογνωμία.
Τιμώντας τα πενηντάχρονα απ’ το θάνατό του δίνουμε ελάχιστα αποσπάσματα απ’ το ποίημά του «ΤΥΡΑΝΝΟΜΑΧΟΣ» που στηλιτεύει το φασίστα Μεταξά, από το «τραγούδι του καιρού μας» που αναφέρεται στην κατοχή της Ευρώπης απ’ τους φασίστες χιτλερικούς και περιμένει την απελευθέρωση από την «Κοκκινότριχη Αρκούδα» δηλ. τη σοσιαλιστική Σοβιετική Ένωση του Στάλιν, από το «ημερολόγιο» που αναφέρεται στο «Στάλινγκραντ» και στο «νέο Ηρακλή», τον Ιωσήφ Στάλιν.
Οι πρόγονοι
Θέλω να γράψω ένα τραγούδι μ’ αντοχή
και συλλογίζομαι ολοένα εσάς, φτωχοί
Ομολογία
Ξέρουν πως είμαι εγώ ταμένος στο λαό,
και τα ιερά μου ακλόνητος θα υπερασπίσω,
λόγιος στο πλάι των όσων μάθαν το άλφα-ω,
πήρα τον δρόμο αυτόν και δεν γυρίζω πίσω
Ποιητής του λαού μας
Είμαι ο καθρέφτης σου, Λαέ, και κράτα με στο χέρι,
γιατί καλύτερ’ από τον άοκνο χασομέρη
κανένας, μες στη μάζωξη των στοιχουργών την τόση,
δεν έχει την αληθινή μορφή σου φανερώσει.
Τυραννομάχος
29 Γενάρη – ετούτη, ετούτη δω
τη μέρα ξεφαντώνω εγώ, κι όχι την άλλη
πού ’θελε εκείνος ο φριχτός, ο Οξαποδώ,
το πενταπίθαμο ανθρωπόμιαστο βουβάλι.
Πάει το βαρύ σκοτάδι τεσσάρω χρονώ,
πάει ο βραχνάς που μας επλάκωνε τα στήθη.
Σωριάστηκε όμοια με τσουβάλι από σανό
κι όπως πατάς σκορπιόν έτσι κι αυτός διαλύθη.
….
Κι απ’ τους ραγιάδες κάναν τούμπες οι μισοί,
μη τα μουσούδια του χαμόγελο ημερώσει
και δεν τους στείλει Ροβινσόνες σε νησί
με κεδροκούκουτσα πικρά να βάλουν γνώση.

Πίστη ενεργή, ακατάβλητη! Ούτε οι βουρδουλιές
ούτε οι βρισιές, χαφιέδων άτιμων τα σάλια
δεν ελυγίσαν τις αντρίκειες σας βουλές,
καθώς ούτε κι η μέγγενη ούτε και η τανάλια
Μα εσείς αναίσθητοι και σ’ όποιον πειρασμό,
σταθήκατε πιστοί στο ανώτερό σας χρέος,
λέγοντας μέσα του ο καθένας: «Πολεμώ
να γίνει ετούτος ο Αδης κόσμος πανωραίος».
….
Καλαμαράδες, ρασοφόροι, στρατηγοί,
κι ο χτηματίας κι ο εφοπλιστής κι ο τραπεζίτης,
καθένας που δεν έχυσε ιδρώτα στη γη
κι ότι δεν ήταν λαουτζίκος ψωμοζήτης..
Όλοι σας γίνατε ένα, τέλειο κλεφταριό,
και με το αχρείο λεφούσι, με τους σταυρωτήδες,
απ’ την πρωτεύουσα ως τα απόμακρο χωριό
πέσατε στου φτωχού τα κόπια σαν ακρίδες.
Και σύρατε ψυχές αθώες στη φυλακή,
και στείλατε στον τάφο αγνούς ονειροπόλους,
μόνο γιατ’ ήθελαν να λείψουν οι κακοί
και τα αγαθά της γης να μοιραστούνε σ’ όλους.
….
Μα ας ξαλαφρώσει πια η βαρύθυμη καρδιά
κι ας ανασάνω τώρα που έλειψε το τέρας,
η αράχνη πού ’χε τυλιγμένα τα παιδιά
και τα μοιζούσε ο μισητός ψευτοπατέρας.
Τους είχε ντύσει σαν παλιάτσους παρδαλά
και στολισμένους με γαλόνια, με κορδόνια
τους μάθαινε όλο ζήτω κι όλο τραλαλά,
τα «ιδανικά» να υπερασπίσουν τα «αιώνια».
….
Κι εκείνος ο ανανθρωπισμένος Σατανάς;
πανάθλιος όπως ήταν, άθλια είχε τύχη.
ψόφο κακόν εβρήκε, μην τον συγχωρνάς,
του γιόμισε ο λαός το λάκο σκατοψύχι.
Τραγούδι του καιρού μας για όσους μέλλεται ναρθούν
Της Βίας ο νόμος πια τον κόσμο κυβερνά.
μπότα βαρβάρου πήρε σβάρνα την Ευρώπη
και σαν μερμύγκια, λέω, ποδοτατιούντ’ οι ανθρώποι
πιο ανυπεράσπιστοι απ’ τα ζούδια τα αχαμνά
Και οι τύραννοι περνούν με σβέρκο σα βουδιού
μεις λιμουριάζουμε κι αυτοί κάνουν προκοίλι,
μόνο για προσταγές ανοίγουνε τα χείλη
και μείτε ακούν τους βόγγους γέροντα ή παιδιού
Α, ράτσα απάνθρωπη, φυλή βασανιστών,
ποιος μαύρος δαίμονας που εχθρεύεται την πλάση
σας έχει ως τις ακρογαλιές μας κατεβάσει,
στίφος πειθαρχημένο, ορδή στρατιωτών;
Αλλά η Αρκούδα η Κοκκινότριχη αγρυπνά.
Και σαν κατεβασιά βουερή θα ξεμπουκάρει
κατακλυσμός και καθαρμός, να συνεπάρει
κατηφορίζοντας κοιλάδες και βουνά.
Τότε δημιουργία πρωτόφαντη θα βγει.
Κι αφού της αδικίας θα λείψει το βασίλειο,
μήνυμα ειρήνης θα δονήσει την υφήλιο
και θα ξυπνήσει μ’ αναστάσιμο ύμνο η γη.
Θα ξαναπάρει τόνο ανθρώπινο η λαλιά,
το βλέμμα δε θα σε ζυγιάζει σαν πραμάτεια.
Θα γίνουν ήμερα, καλόβολα τα μάτια-
σαν των προγόνων μας, στα χρόνια τα παλιά.
Ημερολόγιο
Στάλινγκραντ, βάστα, κάστρο μας, ατράνταχτο κρατήσου,
Να ιδούνε κι οι θεόστραβοι, να ιδούν τη δύναμή σου.
Σύμβολο υψώνεσαι για μας, θρησκείας πηγή θα γίνεις,
Απ’ όπου ο ήλιος άλικος θα βγει της δικαιοσύνης.

Τέρας φριχτό του Φασισμού, πληγή της οικουμένης,
Ως πότε στα χτυπήματα του Ρώσου θα υπομένεις;
Μπάρμπα Ιωσήφ, νέε Ηρακλή, καλά το χέρι οδήγα
Το πολυκέφαλο στοιχειό να ζεματίσεις, γίγα.

***
Από Ανασύνταξη, Αρ. Φύλ. 240 15-31 Δεκέμβρη 2006
Γιώργου Κοτζιούλα
«ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΙΩΣΗΦ»
Ποιος είν’ αυτός ο νέος, ο ανέλπιστος προφήτης
που τον ζητά ο λαός στον εικοστόν αιώνα
και τ’ όνομά του διαλαλεί κάθε κολώνα
μες στην πρωτεύουσα παρ’ όλη τη σιωπή της;
Τον συλλαβίζουν μυστικά χιλιάδες σκλάβοι
κάθε πρωί καθώς τραβούν για τη δουλειά τους.
Κι από τους σπουδαγμένους, κι απ’ τους αγραμμάτους
κανείς δεν έμεινε που να μην καταλάβει.
Τον μελετούν παντού και δεν υπάρχει σπίτι
φτωχού, σε πόλη ή σε χωριό, να μην το ξέρει
τον λένε τα παιδιά, τον έμαθαν κι οι γέροι
πρωτάκουστη βουή στον έμψυχο πλανήτη.
Θα πάψουμε στο εξής να τρώμε ένας τον άλλον,
θα κάτσουμε στην ίδια τάβλα αδερφικάτα
κι ούτε θα ξαναδείς αμέτρητα φουσάτα
να χύνουν το αίμα τους για χάρη των μεγάλων.
Μονάχα ο άπιστος δεν καρτερεί το θάμα,
γιατί μες στις παλιές γραφές του δεν το βρίσκει
(κι άπιστοι γίνηκαν στις μέρες μας οι θρήσκοι).
- Μα εμείς οι άλλοι πορευόμαστε όλοι αντάμα.

***
 

Από Ανασύνταξη, Αρ. Φύλ. 189 1-15 Σεπτέμβρη 2004

Γιώργος Κ. Κοτζιούλας (1909-1956)
Ποιητής και αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης
48 χρόνια από το θάνατό του (29.8.1956)


Ανάμεσα στους ποιητές που ξεχώρισαν για τη προσφορά τους και τη δράση τους στον αγώνα του λαού μας ενάντια στους φασίστες κατακτητές (1941-1944) και στους ντόπιους συνεργάτες τους, ήταν κι ο Γιώργος Κ. Κοτζιούλας (1909-1956).
Πάντα από τους πρώτους στον αγώνα για τα δίκαια του λαού μας, για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά, με την πέννα και τη σκέψη που διέθετε, τις πνευματικές του δυνάμεις να εξυψώσει αυτόν το λαό. Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε το 1909 στην Πλατανούσα της Άρτας.
Τα πρώτα γράμματα ο Κοτζιούλας τα έμαθε στο σχολείο του χωριού του από ένα σημαντικό δάσκαλο των Τζουμέρκων, ποιητή και ζωγράφο, το Γιώργο Αράπη. Το 1922 μπήκε στο γυμνάσιο της Άρτας, το οποίο τελείωσε το 1926. Αποφασισμένος να σπουδάσει κατέβηκε στην Αθήνα και το1927 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία τέλειωσε το 1938, παίρνοντας το πτυχίο της Φιλολογίας.
Όλο αυτό το διάστημα, η φτώχεια, οι δυσκολίες και οι στερήσεις – έμενε σε προσφυγικές παράγκες της Καλλιθέας και σε φτωχόσπιτα της Βάθης – πότε νηστικός, πότε ξυπόλυτος και πότε γυμνός, είχε σαν αποτέλεσμα να κλονισθεί η υγεία του. Το 1934 αρρώστησε από φυματίωση και νοσηλεύτηκε στο σανατόριο της Πάρνηθας.
Παράλληλα με τις σπουδές του κάνει διάφορες δουλειές για να ζήσει. Δουλεύει σκληρά ως διορθωτής και συντάκτης στα περιοδικά «Μπουκέτο» και «Νεοελληνικά Γράμματα» και σε διάφορους εκδοτικούς οίκους χωρίς όμως να έχει συνέχεια δουλειά.
Ποτέ όμως, παρά τις δυσκολίες και τις στερήσεις, δεν άφησε το γράψιμο αλλά και τη μετάφραση αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων ποιητών και συγγραφέων. Επίσης μετέφρασε ποιήματα απ’ τα γαλλικά που κίνησαν την προσοχή του Παλαμά για το πρόσωπό του. Ήταν γνώστης ξένων γλωσσών γαλλικών, αγγλικών και ρώσικων και μετέφρασε πολλούς ξένους συγγραφείς.
Τους πρώτους μήνες της κατοχής στην Αθήνα γνώρισε μεγάλες στερήσεις και τον κίνδυνο του θανάτου.
Το Νοέμβρη του 1941 γύρισε στο χωριό του.
Με την ίδρυση του ΕΑΜ στις 27 Σεπτέμβρη 1941, περνά απ’ τους πρώτους στις γραμμές του.
Τον Οχτώβρη του 1942 του στέλνεται έγγραφο διορισμού του ως καθηγητή στη «Ζωσιμαία Σχολή» Ιωαννίνων. Όταν πήρε το έγγραφο διορισμού το έσκισε λέγοντας: «Εγώ τώρα έχω να διδάξω σε μεγάλα παιδιά, στα παιδιά του ΕΑΜ».
Στις αρχές του 1943 ανέβηκε στο βουνό με του πρώτους αντάρτες του ΕΛΑΣ, ζώστηκε τ’ άρματα κι αγωνίστηκε ενάντια στους κατακτητές.
Οργάνωσε το καλλιτεχνικό τμήμα της VIII Μεραρχίας ΕΛΑΣ Ηπείρου, του οποίου ήταν διευθυντής από το 1943 ως το 1945.
Το 1944 φτιάχνει ένα θεατρικό θίασο, τη «Λαϊκή Σκηνή» και μαζί μ’ αυτόν περιοδεύει στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές της Ηπείρου, δημιουργώντας ένα θαυμάσιο θέατρο πάνω στα ελεύθερα βουνά. Τα έργα του Κοτζιούλα που ερμηνεύει με μεγάλη επιτυχία η «Λαϊκή Σκηνή», εμψυχώνουν τον αγωνιζόμενο λαό.
Το 1945 πήγε στη Θεσσαλία όπου έμεινε διαδοχικά στη Λάρισα, Τσαριτσάνη, Ελασσόνα.
Το Νοέμβρη του 1945 κατέβηκε ξανά στην Αθήνα, δουλεύοντας πάλι ως διορθωτής σε τυπογραφεία και ως μεταφραστής σε περιοδικά. Το διάστημα αυτό, μετά την απελευθέρωση, ταλαιπωρήθηκε στα αστυνομικά κρατητήρια.
Το 1950 παντρεύτηκε την Εμορφία Κηπουρού από την Τσαριτσάνη Ελασσόνας, με την οποία απέκτησε ένα γιο.
Από το 1940 ως το 1946 συνεργάζεται με το περιοδικό «Νέα Εστία» και το 1947 με τον «Ριζοσπάστη».
Από το 1959 ως το 1956 με τα περιοδικά: «Νέος Νουμάς», «Λογοτεχνικά Χρονικά», «Ηπειρωτική Εστία» και «Ελεύθερα Γράμματα».
Πέθανε στις 29.8.1956 στην Αθήνα από τις κακουχίες και τη φτώχεια που τον συνόδευε σ’ όλη του τη ζωή.
Το συγγραφικό έργο του Γ. Κοτζιούλα που έχει εκδοθεί είναι πλούσιο και καταγράφεται ως εξής:

«Εφήμερα» (1928-1931), Αθήνα 1932. «Σιγανή Φωτιά» (ποιήματα) 1937-1938, (φυλλάδια δυο). Η συλλογή «Δευτέρα Παρουσία», Αθήνα 1938. Η συλλογή «Ο Γρίφος», Αθήνα 1938. «Τρία ποιήματα προπολεμικά», Αθήνα 1946. «Ο Άρης», Αθήνα 1946. «Οι πρώτοι του αγώνα», Αθήνα 1946. «Φυγή στη φύση», Αθήνα 1952. «Ηπειρωτικά» 1954.
Άφησε ανέκδοτες τις συλλογές «Ανέκδοτα» 1928-1942 και «Με τα φτερά του αγώνα» 1943-1946.
Πεζογραφήματα εξέδωσε «Το κακό συναπάντημα κι άλλα διηγήματα» 1939. «Θεσσαλικό παζάρι 1945». «Από μικρός στα γράμματα», δημοσιευμένο στο περιοδικό των Ιωαννίνων «Ηπειρωτική Εστία» τ. Β΄ (1953, τ. Γ΄ 1954).
Άφησε ανέκδοτο το αφήγημα «Η βάβω η Θόδω».
Μετά το θάνατό του (1956), το 1960, κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Δίφρος» τα άπαντα του Γ. Κοτζιούλα σε τρεις τόμους. Ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει τα ποιήματα της προπολεμικής περιόδου (1928-1942), ο δεύτερος τόμος ποιήματα εμπνευσμένα από την Εθνική Αντίσταση (1943-1956) κι ο τρίτος τόμος τα διηγήματα.
Σε ξεχωριστές εκδόσεις κυκλοφόρησαν τα έργα «Όταν ήμουν με τον Άρη, Αναμνήσεις», Αθήνα, «Θεμέλιο» 1965 και το «Θέατρο στα βουνά», Αθήνα, «Θεμέλιο» 1976.
Σημαντικό και μεγάλο είναι και το μεταφραστικό έργο του Γ. Κοτζιούλα.
Στη βιβλιοθήκη Αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων των εκδόσεων Ζαχαρόπουλου μετέφρασε το 1939 σε δυο τόμους (αρ. 78 κι 84) την «Αθηναίων Πολιτεία» του Αριστοτέλη.
Στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» δημοσίευσε με εισαγωγή και σχόλια τον «Αλκιβιάδη» του Πλούταρχου.
Το Η΄ βιβλίο του Ηροδότου, το Α΄ βιβλίο του Θουκυδίδη, έμμετρες μεταφράσεις από το Θεόκριτο, το Σιμωνίδη, τον Καλίνο και πολλά Αλεξανδρινά επιγράμματα.
Μετέφρασε επίσης αρχαίους Έλληνες ποιητές, όπως τον Ησίοδο, το Θεόκριτο, το Θεόγνη, τον Αίσωπο και τους Λατίνους, Οράτιο, Λουκρίτιο, Κάτουλο.
Στο περιοδικό «Ρομάντζο» κυκλοφόρησαν σε μετάφρασή του «Οι Άθλιοι» και «Η Παναγία των Παρισίων» του Ουγκώ, η «Μαρία Στούαρτ» του Στέφαν Τσβάϊχ και οι «Μεγάλες προσδοκίες» του Ντίκενς.
Αργότερα κυκλοφόρησαν επίσης σε μεταφράσεις τα έργα: «Τα πανεπιστήμιά μου» του Μ. Γκόργκι, «Ο Σαρλότ» Φιλ. Σουλό, «Οι γυναίκες στον έρωτα» Γκυ Ντε Μοπασάν, «Η σπιτονοικοκυρά» του Ντοστογιέφσκι.
Για τις εκδόσεις του Γαλλικού Ινστιτούτο Αθηνών μετέφρασε το «Έπος του Ρολάνδου», ακόμα το λαϊκό έπος των Φιλανδών «Καλεβάλα» Α΄ άσμα με εισαγωγή και σχόλια, δημοσιευμένο στην «Ηπειρωτική Εστία» τ. Γ΄ (1954).
Η ζωή του Γ. Κοτζιούλα ήταν φτιαγμένη από φτώχεια και δυσκολίες αλλά και πάλη. Ο ίδιος βγήκε νικητής, μας άφησε ένα πλούσιο έργο στη λογοτεχνία και στο θέατρο.
Δείγμα της γραφής του είναι τα ποιήματα που ακολουθούν, γραμμένα μέσα στη φωτιά του αγώνα για τον περήφανο κι αδούλωτο λαό μας που ο ίδιος αγάπησε πολύ και πάλεψε γι’ αυτόν.
Βιβλιογραφία:

1) Γιάννης Κορδάτος: Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας από το 1453ως το 1961, τ. Β΄, Επικαιρότητα, Αθήνα 1983, βλ. σελ. 674-680.
2) Θανάσης Γεωργιάδης: Οι δημιουργοί της Νεοελληνικής λογοτεχνίας. Βιογράφηση, εργογραφία, βιβλιογραφία, εκδ. Αφοί Νάστου, Αθήνα 1979, βλ. σελ. 144.
3) Δημ. Κιτριώτης – Γ. Μυλωνάς: Βιογραφίες-Εργογραφίες Ελλήνων συγγραφέων. Εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1989, βλ. σελ. 193-194
4) Νίκος Β. Κοσμάς «Γιώργος Κοτζιούλας», ο ποιητής της Εθνικής Αντίστασης. Εκδ. «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννενα 1990.
5) Γ. Κοτζιούλας: «Όταν ήμουν με τον Άρη, Αναμνήσεις». Επιμέλεια: Κώστας Κουλουφάκος «Θεμέλιο» Β΄ έκδ., Αθήνα 1981.
Επανάσταση
Που θα πάτε, που θα πάτε! Κομποδιάστε τα κλεμένα,
κρύψτε και τ’ ασημικά σας να τα χαίρεται η σκουριά
Θάβγουμε κι’ εμείς παγάνα, θα σας εύρουμε ως τον ένα,
και στην πόλη μέσα αν είστε και στ’ απόμερα χωριά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Κι απ’ τις άγιες πίσω εικόνες
αν τρυπώστε, θα σας βρούμε μ’ όλα τα υποκριτικά
παρακάλια στο θεούλη που αναμπαίζεταν αιώνες
αδικεύοντας το πλήθος όπου τούχατε χαλκά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Ξεσηκώθηκαν οι σκλάβοι,
κι όσοι ζούσαν αφεντάδες με τον ίδρο του αλλουνού
δε γλυτώνουν ούτ’ αν φύγουν με ταχύπλωρο καράβι,
τόσο πλήθυναν τα δάκρυα της φτωχιάς και του ορφανού.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Φυλακές και ξερονήσια
κι οι κλωτσιές στα κρατητήρια και οι χαφιέδες στα γιαπιά
μας διδάξαν να βρούμε τους δημίους αλύπητα, ίσια
σαν το φίδι που του δίνουν κατακέφαλα χτυπιά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Μόλις βλέπαμε κορδόνια
μας ερχόταν να χωθούμε στα κατάβαθα της γης,
και θαρρούσατε πως θάστε στου λαού τη ράχη αιώνια
μη γρικώντας τα σημάδια της μεγάλης αλλαγής.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Να, ξυπνάει ο μιναδόρος
και της θάλασσας ο μούστος κι ο λιγόλογος σκαφτιάς.
Πες και πες οι απλοί διδάχοι, στα στερνά θα πιάσ’ ο σπόρος
κι είναι πια φουρτούνας βόγγος η φωνή της εργατιάς.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Στα σχολειά και στις στρατώνες
κι απ’ τους άμβωνες απάνω Φαρισαίοι χωρίς καρδιά
μας κρατούσαν στο σκοτάδι και με νόμους, με κανόνες
πρόσταζαν τον πεινασμένο «σουτ», «σκασμός» και «τσιμουδιά».
Που θα πάτε, που θα πάτε! Πρόστυχοι καλαμαράδες
με ψυχή ξεπουλημένη γράφανε κατεβατά
που γινόταν απ’ το κράτος φημερίδες και φυλλάδες
να στραβώνετ’ ο καθένας, να φλομώνεται μ’ αυτά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Παίρνατ’ άνογους χωριάτες
και τους στέλνατε κοπάδι στου πολέμου τη φωτιά,
διασκεδάζοντας οι ίδιοι με κυρίες μυρωδάτες
απ’ αυτές που τόχουν ρίξει στο πιοτό και στα χαρτιά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Δες που σήκωσε κεφάλι
κι όλο δείχνει τη γροθιά του προλετάριος τρομερός.
Δε σας αξίζ’ η εξουσία και γι’ αυτό την παίρνουν άλλοι.
Κατευόδιο, άρχοντές μου! Βλέπετε, άλλαξ’ ο καιρός.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ο Γιώργος Κοτζιούλας είναι ο πολυγραφότερος λογοτέχνης της νεώτερης Ελλάδας. Το αρχείο του, ανεκδοτο κατά το85% έχει παραδοθεί στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων(ποιήματα, πεζά, κριτική, θεατρικά, μεταφράσεις, άρθρα,ταξιδιώτικά, αγωνιστικά, μεταφράσεις Αρχαίων, Λατίνων, Ευρωπαίων και ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ 1940-49.) Το υλικό αυτό περιμένει ερευνητές και δημοσίευση.